Mε το έργο της Κορίννα ή η Ιταλία, η Μαντάμ ντε Σταλ (1766-1817) έγραψε ένα από τα πιο παράξενα και πλούσια μυθιστορήματα της εποχής της, το οποίο γνώρισε διαχρονικά τεράστια επιτυχία. Η συγγραφέας επινόησε μια νεαρή γυναίκα, έξοχη ποιήτρια και μουσικό, στοχαστική και γενναιόδωρη, με οξεία πολιτική και κοινωνική σκέψη, την Κορίννα, στην οποία και έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Ιταλία είναι το ιδανικό πλαίσιο για μια ιστορία έρωτα με κακό τέλος ανάμεσα σ’ αυτή την εκπληκτική ύπαρξη και έναν Σκωτσέζο, απόλυτα προσαρμοσμένο, παρά τη νιότη του, στο κοινωνικό καλούπι της κάστας του. Ο Όσβαλντ δεν δέχεται το ωραίο χωρίς χρησιμότητα· η Κορίννα διατρανώνει, σε μια πρώιμη μορφή του, το δόγμα η τέχνη για την τέχνη. Στη διάρκεια των περιπάτων και των ταξιδιών τους, οι δύο νέοι ανταλλάσσουν απόψεις μεταξύ τους αλλά και με τους φίλους τους, Ιταλούς, Άγγλους και Γάλλους, αφήνοντας να διαφανούν τα εθνικά τους χαρακτηριστικά και κατ’ επέκταση οι έντονες, ενδιαφέρουσες και κάποτε μοιραίες διαφορές στη νοοτροπία τους. Μέσα από τις συζητήσεις και τους πολιτικοκοινωνικούς τους διαξιφισμούς αναδύεται ένα ευρωπαϊκό πολιτισμικό και πολιτικό δίκτυο το οποίο καταλήγει στο σαλόνι της Κορίννας. To βιβλίο ερεθίζει πνευματικά τον αναγνώστη, πολλαπλασιάζοντας την απόλαυσή του: η ομορφιά των τεχνών, η φιλοσοφική και θρησκευτική σκέψη, ο στοχασμός για τη λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο και την αισθητική, του προσφέρονται αφειδώς, με πλαίσιο μερικές από τις πιο όμορφες ιταλικές πόλεις, κυρίως τη Ρώμη, αλλά και τη Νάπολη, την Καμπανία, τη Βενετία, τη Φλωρεντία.
* * *
Η Κορίννα, μυθιστόρημα που γεννήθηκε από ένα ταξίδι στην Ιταλία, και την ερωτική φιλία μεταξύ της Μαντάμ ντε Σταλ και του νεαρού διπλωμάτη Pedro de Sousa Holstein, αποτέλεσε, για μια ολόκληρη ρομαντική και παθιασμένη γενιά, το βιβλίο των υψηλών ιδανικών και του έρωτα. Το έργο αποτελείται από δύο απολύτως διακριτά μέρη. Στο πρώτο, αφθονούν οι αισθητικές αναλύσεις και οι περιγραφές, και η αξία του έγκειται στο ότι αποκαλύπτει στους Γάλλους την Ιταλία, σε μια στιγμή πουοι κατακτήσεις του Ναπολέοντα ευνοούν την άφιξή τους στην Ιταλική Χερσόνησο. Ακόμη και αν η κρίση της Κορίννας ήταν συχνά επιφανειακή και εσφαλμένη, φτάνοντας μάλιστα να προκαλέσει τον θυμό του Φόσκολο, έδωσε ωστόσο μια εικόνα της Ιταλίας που αναδεικνύει όχι μόνο τη μελαγχολία των ερειπίων και τη μεγαλοπρέπεια του παρελθόντος, αλλά και την ποίηση ενός λαού, οποίου τις υπνώττουσες δυνάμεις έχει κατανοήσει η ίδια, με θαυμαστή οξυδέρκεια. Το δεύτερο μέρος ξαναπιάνει, σε μια ατμόσφαιρα σχεδόν θρησκευτικής έξαρσης, την ιδέα που έχει ήδη αναπτύξει η Ντε Σταλ στο έργο της Delphine: τη θυσία της ερωτευμένης γυναίκας, που πέφτει θύμα των κανόνων της κοινωνίας, μολονότι είναι πολύ ανώτερη από τον μέσο όρο, τόσο ηθικά όσο και πνευματικά. Με δυο λόγια, την αέναη σύγκρουση μεταξύ πάθους και καθήκοντος.
Laffont-Bompiani, Le Nouveau dictionnaire des œuvres
* * *
H Κορίννα αναστατώνει τον αναγνώστη: σε ποια κατηγορία να τοποθετήσει το έργο; Μυθιστόρημα; Μάλλον θα ανακαλύψει ότι η πλοκή αρχίζει να εκτυλίσσεται κάπως αργά. Ταξιδιωτικό αφήγημα; Και τότε πού χωράει το δράμα Κορίννας και λόρδου Νέλβιλ; Πραγματεία περί Ιταλίας; Στη σύνθεσή της υπάρχουν ρωγμές. Η Μαντάμ
ντε Σταλ αισθάνθηκε την ανάγκη να προσθέσει έναν υπότιτλο στο μυθιστόρημά της: ή η Ιταλία – στοιχείο αποκαλυπτικό. Αποκαλυπτικό, επίσης, είναι το απλό γεγονός που επισημαίνει η ερευνήτρια Simone Balaye: το έργο Κορίννα, στους παλαιούς καταλόγους της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ήταν ταξινομημένο στην κατηγορία «ταξιδιωτικά» και όχι στην κατηγορία «μυθιστορήματα». Πρέπει άραγε να είμαστε τόσο πιστοί στην κλασική έννοια του «λογοτεχνικού είδους»; Μήπως για τον σύγχρονο αναγνώστη, τόσο συνηθισμένο να βλέπει να αμφισβητούνται στεγανά και κατηγορίες, ένα τέτοιο κείμενο που αντιστέκεται στις κατηγοριοποιήσεις δεν μοιάζει, και δικαίως, ανοιχτό σε ποικίλες δυνατότητες; Δεν είμαστε ευαίσθητοι στην τέχνη με την οποία τις έχει συνδυάσει η συγγραφέας;
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε, στην Κορίννα, τη διαδρομή ενός ταξιδιού το οποίο υπήρξε, εν μέρει, ταξίδι της ίδιας της Μαντάμ ντε Σταλ και που συγγενεύει με τους «οδηγούς» της Ιταλίας που είναι πολυάριθμοι ήδη από την εποχή της και τους οποίους η συγγραφέας δεν αγνοεί. Με την Κορίννα, όμως, η συγγραφέας αποβλέπει σε κάτι ανώτερο: φιλοδοξία της είναι να παρουσιάσει μια πραγματεία περί Ιταλίας συγκρίσιμη με ό,τι θα είναι μερικά χρόνια αργότερα το Περί Γερμανίας (De l’Allemagne) για τη Γερμανία. Ωστόσο, το μυθιστορηματικό ενδιαφέρον είναι εξίσου ισχυρό, και η Mαντάμ ντε Σταλ φαίνεται να συνδέεται με μια άλλη παράδοση, την οποία και ανανεώνει: εκείνη των μεγάλων μυθιστορημάτων του γαλλικού 18ου αιώνα, που αποτυπώνουν την περιπέτεια της δυστυχισμένης γυναίκας, η οποία είναι διπλό θύμα του άνδρα και της κοινωνίας.
Beatrice Didier, από το βιβλίο της Corinne ou l’Italie de Madame de Staël (Folio, 1999)
* * *
Επαφίεται όμως στη Μαντάμ ντε Σταλ και στην Κορίννα της (1807), alter ego τής συγγραφέως, να επιχειρήσει έναν απολογισμό αυτής της μακροχρόνιας μάχης που διεξήγαγαν οι γυναίκες για να μπορέσουν να συμφιλιώσουν ανοιχτά την κοινωνική τους φήμη και το λογοτεχνικό τους επάγγελμα. Και η απάντηση που δίνει, στο μεγάλο της μυθιστόρημα, η πιο πρωτότυπη, η πιο θαρραλέα, η πιο ελεύθερη από τις συγγραφείς που διαμορφώθηκαν στον Αιώνα των Φώτων, είναι από τις πιο πικρές. Απαρνούμενη τη δική της κοινωνική ταυτότητα για να αφοσιωθεί στην ποίηση, η Κορίννα παίρνει ένα μονοπάτι χωρίς επιστροφή. Στέφεται όπως ο Πετράρχης στο Καπιτώλιο, αλλά η ίδια της η δόξα τής απαγορεύει τη μητρότητα και τη συζυγική ζωή. Έγκλειστη, φυλακισμένη, δέσμια των επιλογών της, εγκαταλελειμμένη από τον λιπόψυχο αγαπημένο της και, στο τέλος, στερημένη από την ποιητική της έμπνευση, η Κορίννα δεν έχει άλλο πεπρωμένο παρά τον θάνατο. Ένα μήνυμα που δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο.
Benedetta Craveri (Le Magazine Littéraire)