Η έναρξη της χορωδιακής κίνησης στα Επτάνησα
Η συμβολή των επτανησίων μουσικών στη μουσική ανάπτυξη του νέου Ελληνικού κράτους
Ο νεοελληνικός μουσικός πολιτισμός εκκινεί από τα Επτάνησα, που εξ αιτίας της Ενετοκρατίας, των προσφύγων από την ενετοκρατούμενη Κρήτη, αλλά και της γεωγραφικής γειτ νίασής τους με χώρα μουσικά προηγμένη, αφομοιώνει εύκολα στοιχεία της ιταλικής μουσικής, που επιδρά κατ` αρχάς στη μόνιμα ασκούμενη μουσική πράξη, στην ορθόδοξη εκκλησιαστική μουσική, η οποία αρχίζει να ψάλεται στα Επτάνησα πολυφωνικά (τετραφωνία) ήδη προ του 1700.
Σε αντιστοιχία με τον αποσπασματικό χαρακτήρα της τετράφωνης Θείας Λειτουργίας, βρίσκεται και το πρώτο εκτενές έργο της νεότερης Ελλάδας, στροφικού εν μέρει χαρακτήρα, ο "Ύμνος εις την Ελευθερίαν" του Μάντζαρου, για τετράφωνη αντρική χορωδία και πιάνο. Στα χορωδιακά έργα του Μάντζαρου ανήκουν ακόμα η "Καντάτα", το "Te Deum", τα χορικά από τα έργα “La clemenza di Tito", "Levomi ίΐ mio pensier", "Ξανθούλα", "Φαρμακωμένη", "Το όνειρο", "Ας χαρούμε της φύσης τα δώρα", "Δοξολογία", "Θρήνοι του Ιερεμία", "Ψαλμοί του Δαβίδ", "Βασιλικοί ύμνοι", τρεις Λειτουργίες, δύο καθολικές και μία ορθόδοξη. Η τελευταία γράφτηκε το 1834, και εψάλη στην εκκλησία την ίδια χρονιά.
Η ανάπτυξη μουσικής κίνησης στα Επτάνησα, είναι εντυπωσιακή σε αριθμό μουσικών συνόλων, ασχέτως του ότι περιορίζεται σε μπάντες και χορωδίες στενού ρεπερτορίου, μικρή έχον τος σχέση με το διεθνές ρεπερτόριο που κυριαρχεί την ίδια εποχή στην Ευρώπη. Στην Κέρκυρα, η Φιλαρμονική Εταιρεία (που χορηγούσε και πτυχία "χορωδού"), αλλά και η Φιλαρμονική Εταιρεία "Μάντζαρος", διέθεταν μικτές χορωδίες. Υπήρχε ακόμα η χορωδία του οικοτροφείου αρ ρένων Κέρκυρας, η χορωδία της σχολής Ρομποτή, η χορωδία του Ωδείου Κέρκυρας, (χορωδία κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής), η χορωδία της Ωδικής Σχολής "Ποταμός" Κέρκυρας, η "Κερκυραϊκή χορωδία" κ.ά. Αλλά και σε άλλα νησιά της Επτανήσου ιδρύονται χορωδίες, όπως η χορωδία της φιλαρμονικής Αργοστολίου, η παιδική χορωδία των απόρων παίδων Αργοστο λίου, η χορωδία του Φιλαρμονικού Συλλόγου Ζακύνθου, η χορωδία Δελλαπόρτα στο Ληξούρι, η χορωδία του Δ. Λαυράγκα στην Κεφαλονιά.
Οι αντρικές επτανησιακές χορωδίες ασχολήθηκαν δραστήρια με την εκκλησιαστική μουσική, τις αριέττες αλλά και τις καντάδες, τρίφωνες ή τετράφωνες συνθέσεις υγιούς ρομαντισμού, συχνά με συνοδεία μαντολινάτας, ένα είδος λαϊκών χορωδιακών έργων προερχόμενων κυρίως από τη Γαλλία, που για καιρό δέσποσαν στον ελληνικό χορωδιακό χώρο, παρασύρον τας την αντίστοιχη χορωδιακή αισθητική σε τεχνητό ρομαντισμό, μετά την περάτωση του ιστορικού τους ρόλου. Πολλές από τις συνθέσεις αυτές, μπορούσαν (και μπορούν) να αντέξουν στον χρόνο, εάν δεν πέσουν θύματα ενός κίβδηλου συναισθηματισμού και μιας "γραφικότητος" χάριν του τουρισμού, για τα οποία ευθύνεται εν πολλοίς καί η αθηναϊκή πρακτική μουσικής τους παραποίησης και ψευτονοσταλγικής εκτέλεσής τους.
Εκτός των χορωδιακών έργων του Μάντζαρου που αναφέρθηκαν, έργα για χορωδία συνέθεσαν οι επτανήσιοι, Σπύρος Σαμάρας, 1861-1917, ένας από τους πιο ταλαντούχους έλληνες συνθέτες (πατριωτικά τραγούδια, "Επινίκια", ``Ολυμπιακός Ύμνος"), ο Εδουάρδος Λαμπελέτ, 18201903, (Λειτουργία), ο Νικόλαος Λαμπελέτ, 1864-1932, (`Ύμνοι του Χρυσοστόμου" και Λειτουργία για την Αγ. Σοφία του Λονδίνου), ο Γεώργιος Λαμπελέτ, 1875-1945, (τρεις Συλλογές σχολικών τραγουδιών "Τα χελιδόνια", "Μουσικό αλφαβητάριο", "Διγενής Ακρίτας"), ο Διονύσιος Ροδοθεάτος, 1849-1892, ο Λαυρέντιος Καμηλιέρης, 1874-1956, ο Παύλος Καρρέρ, 1829-1896, (πολλά χορωδιακά τραγούδια και μία Λειτουργία), ο Σπυρίδων Σπάθης (Βυζαντινούς ύμνους και Λειτουργία για το παρεκκλήσι των ανακτόρων και την ορθόδοξη εκκλησία της οδού Bizet στο Παρίσι), ο Διονύσιος Λαυράγκας, 1860-1941, (Missa Solemnis in Re, για χορωδία σολίστ και ορχήστρα, Ορθόδοξη λειτουργία, βαρκαρόλες, "Πένταθλον" "Ο Ύμνος των προγόνων".
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το φαινόμενο των πολλών μουσικών εκδόσεων σε χρόνια δύσκολα, ιδιαίτερα αν συγκρίνουμε με τη σημερινή προηγμένη μουσικά και τεχνικά κατάσταση, που όμως χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένδεια εκδόσεως χορωδιακών έργων. Σταχυολογώντας, σημειώνουμε: Νικολάου Μάντζαρου: "Ύμνος εις την Ελευθερίαν", έκδοση 1873, Λονδίνο, Ιωάννη Σακελλαρίδη, "Μούσα" 1882, και "Εκκλησιαστικοί Ύμνοι" 1884, 1886, 1887, Παναγιώτη Γριτζάνη, 1835-1896;, "Συλλογή σχολικών τραγουδιών" Αθήνα 1888, (ο Π. Γριτζάνης είχε αναλάβει και την εισαγωγή της τετράφωνης Λειτουργίας στο ναό του Ευαγγελισμού της Αλεξάνδρειας), Κωνσταντίνου Σπάθη, 1876-1940, συλλογή σχολικών τραγουδιών "Τα καναρίνια" Θεσσαλονίκη, (ο Κ. Σπάθης υπήρξε ιδρυτής και διευθυντής χορωδιών, και συνθέτης χορωδιακών έργων), Λαυρέντιου Καμηλιέρη, 1874-1956, "Χορωδιακά έργα" Αθήνα, Γεώργιου Λαμπε λέτ, 1875 1945, τρεις συλλογές σχολικών τραγουδιών "Τα χελιδόνια", "Μουσικό αλφαβητάριο", "Διγενής Ακρίτας" Αθήνα 1931, Διονύσιου Ροδοθεάτου, 1849- 1892, χορωδιακά έργα, Κέρκυρα στα 1880-90, Μανόλη Καλομοίρη, 1883 1962, "Σχολικά άσματα" 1914, Αθήνα και "Προσφορά για τα Ελληνόπουλα" Αθήνα, 1954, Αλέξανδρου Κατακουζηνού, 1824-1892 "Σχολικά τραγούδια", Δ. Ρόδιου, 55 χορωδιακά, Αιμ. Ριάδη, 1886-1935, "Ιερά Λειτουργία Ιωάννου του Χρυσοστόμου" Αθήνα 1951. Και είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό πως στις μουσικές εκδόσεις ΦΕΞΗ, προΐσταται από το 1897 ο Δ. Λαυράγκας.
Η δραστηριότητα των χορωδιών στην Αθήνα εντείνεται. Το 1866 εμφανίζεται στο θέατρο του Νέου Φαλήρου η χορωδία του Ναπολέοντος Λαμπελέτ, (1864-1945) με πατριωτικά τραγούδια. Συγχρόνως επτανήσιοι ερασιτέχνες τραγουδιστές αποδίδουν απαιτητικά χορωδιακά μέρη κατά τις επισκέψεις ιταλικών μελοδραματικών θιάσων που έρχονται κυρίως στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά και στη Ζάκυνθο.
Το Δεκέμβριο του 1888 ιδρύεται με πρωτοβουλία επτανησίων και με επικεφαλής το συνθέτη Σπυρίδωνα Σπάθη, η Φιλαρμονική Εταιρεία Αθηνών, με μουσικό διευθυντή τον Andreas Seiller, μουσικό αξιόλογης προσφοράς στον τομέα της στρατιωτικής μουσικής, (τον διεδέχθη ένα χρόνο μετά τον θάνατό του το 1903, ο Διονύσιος Λαυράγκας). Πρωτεργάτης στη ίδρυση της Εταιρείας ήταν και ο δραστήριος σε κάθε μουσική κίνηση Ναπολέων Λαμπελέτ, καθηγητής ωδικής στο Ωδείο Αθηνών από το 1886, που διευθύνει στην Ακρόπολη στις 30 Οκτωβρίου του 1888 με την ευκαιρία του εορτασμού της 25ετηρίδας του Γεωργίου του Α`, τη σύνθεσή του "Ύμνος", με 40 περίπου μουσικούς και 30 χορωδούς. Στα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας την ίδια χρονιά, διευθύνει τα χορικά από την “Αντιγόνη” του Mendelssohn. Η Φιλαρμονική Εταιρία προχωρεί αργότερα και στην οργάνωση χορωδίας με διευθυντή τον Βιεννέζο βιολιστή και συνθέτη Μoriz Uger, η οποία και τραγουδά στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896 τον Ολυμπιακό Ύμνο του Σαμάρα, σε συνεργασία με δύο χορωδίες του Πειραιά και τη χορωδία της γερμανικής Λέσχης "Φιλαδελφεια". Το ίδιο βράδυ παρουσιάζεται σε συναυλία το έργο "Πένταθλον" για χορωδία, σολίστ και ορχήστρα, σε ποίηση Ι. Πολέμη και μουσική Δ. Λαυράγκα.
Η τέταρτη ολυμπιακή έκθεση του 1889, καλύπτεται μουσικά από το Διονύσιο Λαυράγκα, που με τη χορωδία του της Κεφαλονιάς δίνει σειρά συναυλιών.
Το 1898 μπαίνουν οι βάσεις του Β` Αθηναϊκού Μελοδράματος από το Διονύσιο Λαυράγκα και το Λουδοβίκο Σπινέλλη, που παρουσιάζει στις 26 Απριλίου του 1900 τους "Boheme" του
Puccini σε ελληνική μετάφραση, για να συνεχίσει με ένα ευρύ ρεπερτόριο από όπερες που παίζονται σε πολλές ελληνικές πόλεις, αλλά και στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού.
Το 1899 αναγγέλλονται τα κληροδοτήματα Συγγρού προς το Ωδείο Αθηνών, ένας από τους σκοπούς των οποίων είναι η βράβευση μουσικής σύνθεσης με ελληνικό θέμα. Ελληνική υπόθεση πιστεύει πως θα υπηρετήσει και ο Λαυράγκας, ιδρύοντας την επόμενη χρονιά (1900), την Αθηναϊκή Μανδολινάτα και την αντρική χορωδία της.
Το 1913-14 διενεργείται ο δεύτερος διαγωνισμός σύνθεσης για μικτή χορωδία, η επιτροπή του οποίου όμως κρίνει πως κανένας από τους υποψήφιους δεν απεδείχθη άξιος βραβεύσεως, γεγονός που επαναλαμβάνεται και στον επόμενο διαγωνισμό για τραγούδι με συνοδεία πιάνου, στον οποίο συμμετέχουν μεταξύ των άλλων, αλλά απορρίπτονται, οι Γ. Λαμπελέτ και Δ. Μη τρόπουλος.
Η συνδρομή της λεγόμενης επτανησιακής σχολής στον τομέα της ανάπτυξης των χορωδιών, από πλευράς παρουσίασης σημαντικών χορωδιακών έργων, (σε σύγκριση με την λοιπή ευρωπαϊκή παραγωγή), δεν είναι ιδιαίτερα αποφασιστική. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού οι επτανήσιοι συνθέτες έπρεπε να απευθυνθούν σε ένα κοινό, που ζούσε κι ανάσαινε σε επαχθή σκλαβιά, με μηδενικό λόγιο μουσικό πολιτισμό. Τα Επτάνησα όμως έδωσαν το πρώτο ισχυρό έναυσμα για τη χορωδιακή και την εν γένει μουσική ανάπτυξη της υπόλοιπης Ελλάδας. Κυρίως, η συμβολή τους στην πρόοδο του νεοελληνικού μουσικού πολιτισμού υπήρξε καίριας σημασίας, δεδομένου ότι διαπρεπείς επτανήσιοι μουσικοί, ταλαντούχοι και αγνοί ιδεολόγοι, προσέφεραν όχι τόσο στον τόπο καταγωγής τους, όσο στη μουσικά απαίδευτη και χειμαζόμενη Αθήνα, (και προσφέρουν και σήμερα, κυρίως σαν επιφανή στελέχη ορχηστρών), αξιόλογες υπηρεσίες, σαν μουσικοί πολιτιστικοί παράγοντες υψηλής ποιότητας, όπως ο ακούραστος οραματιστής Λαυράγκας, θέτοντας, συχνά με σπάνια αυταπάρνηση, τα θεμέλια της μουσικής μας ανάπτυξης.
(απόσπασμα από την εισαγωγή του πρώτου τόμου, “Για τις Χορωδίες μας”)
Στην παρούσα έκδοση συμπεριλάβαμε νυχτερινά, βαρκαρόλες, νανουρίσματα, θαλασσινά, νυχτωδίες, καντάδες, αριέττες και τα συναφή. Κοντά σ’ αυτά θα βρείτε και την σολιστικού χαρακτήρα, Σερενάτα του Ξηρέλλη, (που μπορεί πάντως να αποδοθεί και από δίφωνη χορωδία όμοιων φωνών). Αρκετά από αυτά τα έργα τα είχαμε εντάξει το 2002 στο πρόγραμμα της 5ης Συνάντησης Χορωδιών που οργάνωσε το Κέντρο Χορωδιακής Πράξης με τον τίτλο “Λαλούν τ’ αηδόνια”. Στό πρόγραμμα εκείνης της Συνάντησης, που ήταν και το Κύκνειο Άσμα του ΚΧΠ, ανήκουν και τα δυο σημειώματα της παρούσης εισαγωγής.
Στο τέλος του βιβλίου παραθέτουμε σαν δείγμα της εξαιρετικής εργασίας τού αξέχαστου φίλου συνθέτη Βασίλη Τενίδη, την παρτιτούρα ενός από τα έργα της Συνάντησης 2002, στην οποία παρουσιάστηκαν σε επεξεργασίες του για συμφωνική μαντολινάτα και χορωδία όλα τα έργα του προγράμματος, σε ανάθεση του ΚΧΠ.
Θέλω να αναφερθώ με συγκίνηση τιμώντας τη μνήμη του, και στον μαθητή μου και καλό μουσικό, Θανάση Τσιπινάκη, που συμμετείχε στην 5η Συνάντηση με την πολύτιμη Ορχήστρα του, των Νυκτών Εγχόρδων του Δήμου Πατρέων. Τέλος ευχαριστώ τους συνθέτες που παραχώρησαν έργα τους, καθώς και τους κυρίους, Θωμά Ταμβάκο και Γιώργο Κωνστάντζο, που μου διέθεσαν έργα των αρχείων τους.
Αντώνης Κοντογεωργίου [Νικήτη Χαλκιδικής, 2017]