Στην ανά χείρας μελέτη, το κρίσιμο ζήτημα του τρόπου με τον οποίο η σύγχρονη φαινομενολογία μέσω τεσσάρων μειζόνων εκπροσώπων της αναφέρεται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία δεν ακολουθεί τη λογική της γραμμικής ανάπτυξης φιλοσοφικών θέσεων, στο μέτρο που προκρίνει την ευθεία αναμέτρηση με την ελληνική εννοιακότητα στα πεδία της οντολογίας, της ηθικής και της πολιτικής. Γιατί, όμως, οι έννοιες προτίθενται των φιλοσοφημάτων και λειτουργούν γεφυρωτικά τόσο με την ελληνική κληρονομιά όσο και με τη σύγχρονη φαινομενολογική φιλοσοφία στις διάφορες εκδοχές της; H άσκηση της φαινομενολογικής μεθόδου διανοίγεται εδώ στην ερμηνευτική αναμέτρηση με το άλλο, αυτό που βρίσκεται σε χρονική απόσταση, αλλά και το γλωσσικά και εννοιολογικά άλλο, «το ελληνικό». Η επιλογή πέντε πρωταρχικών αρχαιοελληνικών εννοιών υπηρετεί την ερμηνευτική επιταγή της lectiodifficilior, για την οποία η φαινομενολογική φιλοσοφία στην πληθυντικότητά της σηματοδοτεί ένα ενιαίο ύφος έρευνας. Αναγκαία προϋπόθεση αυτού του εγχειρήματος είναι η αναγνώριση της συνύπαρξης δύο αντίθετων ερμηνευτικών χειρονομιών, μιας χειρονομίας ιδιοποίησης και ταυτόχρονα μιας άλλης χειρονομίας αποϊδιοποίησης σε ό,τι αφορά τον τρόπο που η σύγχρονη φαινομενολογία, σε όλες τις εκδοχές της, νοηματοδοτεί «το ελληνικό». Στην πραγματικότητα, το «να σκεφτούμε ελληνικά» είναι μια πρόκληση για τη φαινομενολογική μέθοδο, τόσο ως προς τον τρόπο που ασκείται όσο και ως προς τα όρια της διακύβευσής της. Το βέβαιο είναι ότι η εκ νέου πρόσβαση στην κλασική σκέψη αποτελεί και για τους τέσσερις φαινομενολόγους που πραγματεύεται η μελέτη ôçν αιχμή του δόρατος της επικαιρότητάς της: οι πέντε αρχαιοελληνικές έννοιες δεν είναι καθεαυτές ούτε επίκαιρες ούτε ανεπίκαιρες, καθώς είναι η άσκηση του φαινομενολογικού βλέμματος που τις καθιστά ερμηνευτικά ενεργές.