Σε τούτο τον τόπο η πραγματικότητα υπάρχει πάνω στις συμφορές μας. Κι ας μην τις πράξαμε κι ας μην ευθυνόμαστε εμείς γι’ αυτές. Όσο κι αν επιθυμούμε να τις αποφύγουμε, η ψυχή μας ξέρει από τους καιρούς της νεότητας —τι κι αν προσποιούμασταν τότε βεβαιότητες;— ότι είμαστε αρραβωνιασμένοι με την αγωνία. Δημόσιες αμαρτίες, ατομικά αδιέξοδα, ιδεολογικές ματαιώσεις, ακυρωμένες αγάπες, μνήμες που νηστεύουν από συγχώρεση, βλασταίνουν σαν το μαύρο χορτάρι στο λιβάδι της πραγματικότητας.
Στα δεκατρία αφηγήματα άνθρωποι κάθε ηλικίας με επείγουσα αίσθηση του επίκαιρου αφηγούνται τη δική τους ιστορία. Επιτελούν αμοιβαίες ανταλλαγές με το παρελθόν, διερευνούν προσωπικές δυνατότητες, δίνουν εξηγήσεις, επιχειρούν να ανατρέψουν με χιούμορ την κατάστασή τους, υποβάλλουν τους εαυτούς σε δοκιμασία έκφρασης. Οι αφηγήσεις τους δεν ολοκληρώνονται στην επίτευξη μιας πρόθεσης, αλλά επιζούν ως διαρκής προσδοκία, έστω πίνοντας παρέα καφέδες και χαζεύοντας απ’ τα τζάμια των καφενείων.
Τι να πω;… Τι σκατά χώρα είν’ ετούτη;… Μη και δεν φταίει η χώρα και φταίει το κεφάλι μας το στραβό, που γουστάρει παραμύθα; Τι σκατολαός είμαστε;
Αλλά γιατί να αναρωτιέμαι;… Αφού τα έζησα. Παραμύθα θέλει ο κόσμος. Όχι ότι δεν την ψυλλιάζεται. Όλα κι όλα. Μια χαρά τη μυρίζεται, την καταλαβαίνει και την παρακαταλαβαίνει, αλλά ωστόσο τη γουστάρει. Να ’χει μετά να λέει πως τον κοροϊδέψανε, να το παίζει θύμα και να ’χει κάποιον να βρίζει.