Με παρατηρούσε. Έψαχνε κάτι σ’ εμένα. Σοβάρεψε.
«Συνάντησες το θάνατο, αλλά δεν σκότωσες», μουρμούρισε ο γέρος.
Πιστεύω πως ανακουφίστηκε. Άναψε τσιγάρο, κάθισε στις φτέρνες. Ύστερα σώπασε, κοιτάζοντας το εύθραυστο φως έξω.
Και δεν τόλμησα να του πω ότι έκανε λάθος.
«Η ιδέα του Σαμ ήταν ωραία και τρελή: να ανεβάσει την Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ στη Βηρυτό. Να κλέψει δυο ώρες απ’ τον πόλεμο, παίρνοντας από κάθε στρατόπεδο ένα γιο ή μια κόρη για να τους κάνει ηθοποιούς. Ύστερα να συγκεντρώσει αυτούς τους εχθρούς πάνω σε μια πρόχειρη σκηνή, κάτι ανάμεσα σε κατεστραμμένη αυλή και ρημαγμένο κήπο.
Ο Σαμουήλ ήταν Έλληνας. Και Εβραίος. Αδερφός μου κατά κάποιον τρόπο. Μια μέρα μου ζήτησε να πάρω μέρος σ’ αυτή την ποιητική ανακωχή. Μ’ έβαλε να το υποσχεθώ, εμένα, ένα θεατράνθρωπο της πλάκας. Και του είπα ναι. Πήγα στη Βηρυτό, στις 10 Φεβρουαρίου 1982, με το χέρι απλωμένο στην ειρήνη. Πριν ο πόλεμος μου απλώσει βάναυσα το δικό του…»
Σορζ Σαλαντόν
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.