Με την άλωση της Πόλης η μακροχρόνια αντιπαράθεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με έναν απειλητικό κόσμο βαρβάρων, ο οποίος περιέβαλλε τα σύνορά της, έφτασε το κορυφαίο αλλά και το οριακό της σημείο. Ο όρος «βάρβαρος», από την πρώτη του εμφάνιση στην αρχαία ελληνική γλώσσα και σε διαδρομή πολλών αιώνων, διευρύνθηκε μέσα από τις αναρίθμητες ιστορικές εμπειρίες του συγκεκριμένου πολιτισμικού χώρου, για να προσλάβει τελικά κατά την εποχή της Άλωσης τον χαρακτήρα απόλυτου προσδιορισμού. Από την άποψη αυτή, ο τουρκικός κόσμος, ως ο τελευταίος και πιο απειλητικός εχθρός του Βυζαντίου, ο οποίος προκάλεσε και την οριστική κατάρρευση της αυτοκρατορίας, ήταν φυσικό να παρουσιαστεί στις πηγές ως ένας κόσμος τέλειας αντιστροφής όλων εκείνων των αξιών που όριζαν το εξιδανικευμένο Βυζαντινό Κράτος. Στις μαρτυρίες των «ιστορικών της Αλώσεως» ο στρατός του Μωάμεθ του Πορθητή παρέχει την απόλυτη εικόνα αντιστροφής του βυζαντινού κόσμου σε όλα τα δυνατά επίπεδα πραγμάτωσης του τελευταίου. Από την άποψη αυτή, ο τουρκικός «Homo Barbarus» ορίζεται βάσει της έλλειψης του ελληνικού πνεύματος, της απομάκρυνσης από τις ρωμαϊκές αρχές τάξης και δικαίου και της περιφρόνησης της χριστιανικής πίστης. Αυτό ακριβώς το στοιχείο της έλλειψης, μάλιστα, αποκτά κατά την παρουσίαση του διαφορετικού-εχθρικού ιδιαίτερη σημασία, καθώς προϋποθέτει μία πολυεπίπεδη διαδικασία σύγκρισης ανάμεσα στο «ίδιον» και το «αλλότριο», στο «γνωστό» και το «άγνωστο», στο πλαίσιο της οποίας για τον Βυζαντινό αναγνώστη το δεύτερο («αλλότριο-άγνωστο») ερμηνεύεται και ορίζεται με τις κατηγορίες και τις αξίες σκέψης ή ζωής που έχει διαμορφώσει διαμέσου των αιώνων το δικό του πολιτιστικό σύστημα («ίδιον-γνωστό»). Διαμέσου αυτής της διαδικασίας, αφενός το άγνωστο λαμβάνει μία σταθερή θέση μέσα στο πλέγμα αξιών του ίδιου συστήματος –και, με τον τρόπο αυτό, καθίσταται γνωστότερο-οικείο-, αφετέρου η βυζαντινή κοινωνία, υπογραμμίζοντας και προβάλλοντας τις βασικές ιδεολογικές αρχές της, ενισχύει την αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία της υπό τις συνθήκες υψίστου κινδύνου. Από τα κείμενα των «Ιστορικών της Αλώσεως» γίνεται σαφές ότι η επικράτηση ενός τέτοιου κόσμου βαρβάρων ισοδυναμεί, για τον βυζαντινό τρόπο σκέψης, με την οριστική συντριβή μιας τάξης πραγμάτων που ίσχυε και αναπτυσσόταν χωρίς διακοπή από το τέλος της αρχαϊκής περιόδου και εξής. Είναι λοιπόν λογικό ότι για την παρουσίαση αυτής της τελικής αντιπαράθεσης ανασύρθηκε και χρησιμοποιήθηκε με συνέπεια ένα, στοιχειοθετημένο συσσωρευτικά διαμέσου των αιώνων, κατά συνέπεια όλο και πιο πλούσιο, μωσαϊκό από τις ιδιότητες εκείνες, βάσει των οποίων αποδόθηκε η αντιπαράθεση πολιτισμού-βαρβαρότητας. Υπό το πρίσμα αυτό, ο βυζαντινός και ο μουσουλμανικός κόσμος αποδόθηκαν αντίστοιχα, στα κείμενα της Άλωσης, με τους πλέον χαρακτηριστικούς όρους ακραίας εξιδανίκευσης και απολυτοποιημένης βαρβαρότητας, που είχαν αναπτυχθεί έως τότε στο πλαίσιο της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης.