Στον πηγαιμό για την Ιθάκη διακρίνω τελικά τον εαυτό μου:
Μία μορφή ολοένα πιο θολή σe κάθε αφρισμένο κύμα
καθώς οι ναύτες που λάμνοντας ξεσηκώνουν
το ψυχρό γαλάζιο τους περίγραμμα
ξεμένουν πίσω, αφανίζονται μες στα όνειρά τους
ή βυθίζονται νεκροί πάνω στα κουπιά.
Ακόμα κι αν μπορούσα να αλλάξω τη ζωή που έζησα
τα ίδια σταυροδρόμια θα με οδηγούσαν
σίγουρα στα ίδια σταυροδρόμια
και ο τρόπος ζωής θα άλλαζε τόσο λίγο
που καμιά απ’ τις ρυτίδες μου
δεν θάταν διαφορετική από τις ρυτίδες που έχω τώρα.
Για τον Nordbrandt η Ελλάδα, με την οποία τον δένουν ισχυροί δεσμοί καθώς έχει ζήσει πολλά χρόνια κάτω από το δυνατό ελληνικό φως, είναι μια έκρηξη αρωμάτων, χρωμάτων και ήχων. Στο δοκίμιό του όπου αξιοποιεί ως τίτλο τον γνωστό στίχο του Σεφέρη «Όπου κι αν ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», σημειώνει σχετικά: «Η Ελλάδα είναι με λίγα λόγια η χώρα που ενεργοποιεί περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο τις αισθήσεις. Και όταν οι αισθήσεις ωθούνται στα άκρα, τότε το πνεύμα γίνεται διαυγές. Σε κανένα άλλο μέρος δεν «βλέπει» κανείς [με τέτοια ένταση και σε τόσο βάθος] όπως στο ελληνικό φως».
Ο Νόρντμπραντ θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές της Δανίας. Επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1967, μια συνάντηση που έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη δουλειά του. Ο ίδιος αναγνωρίζει τις επιρροές που δέχτηκε από τους μεγάλους Έλληνες ποιητές Κωνσταντίνο Καβάφη και Γιώργο Σεφέρη. Τη συγγένειά τους ανέπτυξε μάλιστα ο επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Λαρς Νόργκαρντ σε άρθρο του στο δανέζικο περιοδικό Hellas (τεύχος 3, 2001) υπό τον τίτλο «Ελληνικές φωνές στην ποίηση του Χένρικ Νόρμπραντ». Στην περίοδο αυτή εδράζεται οι ποιητική του συλλογή «Γυαλί» (1976). Ένα μεγάλο μέρος των δοκιμίων του με τίτλο «Επιστολές ενός Οθωμανού» περιγράφουν περιστατικά και ανέκδοτα από την παραμονή του στην Ελλάδα και στην Τουρκία: «Χρησιμοποίησα την Ελλάδα σαν σκηνικό για ένα μέρος του μυθοπλαστικού μου εγώ», είπε στην ομιλία του το 1980 όταν τιμήθηκε με το βραβείο της Δανέζικης Ακαδημίας, όπου επέλεξε να διαβάσει ενώπιον του κοινού το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», του Καβάφη.
Στην παρούσα έκδοση Ανθολογούνται και για πρώτα φορά μεταφράζονται στα ελληνικά, ποιήματα από όλες τις συλλογές του σημαντικότερου Δανού ποιητή: από τις Μινιατούρες του 1967, μέχρι τις 3.1/2D, Τρεισήμισι διαστάσεις του 2012.
Οι αναφορές –άλλοτε άμεσες και άλλοτε έμμεσες– στην Ελλάδα: την Κρήτη, τη Λέσβο, την Ύδρα, το Καστελόριζο, τα πλοία της γραμμής εκείνα τα χρόνια, τον περίφημο μπαγλαμά, αναπόσπαστη ιστορία της ρεμπέτικης ελληνικής μουσικής, αλλά ακόμα και στην ηρωική μορφή του δικηγόρου Νικηφόρου Μανδηλαρά που βασάνισε και εκτέλεσε το στρατιωτικό καθεστώς τον Μάιο του 1967 ρίχνοντας το πτώμα του στη θάλασσα της Ρόδου, είναι στοιχεία της ποίησης του Νόρμπραντ όπως παρουσιάζεται στην πρόσφατη έκδοση.
Μια υποσημείωση για τον Μανδηλαρά
Οι πρώτες στάλες
ξέβαψαν την γραφή
και Εσείς μου είστε ακόμα άγνωστος
απών
καθώς γράφω
Διαβάστε τα ποιήματα του Χένρικ Νόρντμπραντ, όχι οπουδήποτε, αλλά σε κάποιο ελληνικό νησί. Διαβάστε τα το πρωί όταν ακόμα οι ασπρισμένοι τοίχοι αποπνέουν τη δροσιά της νύχτας και η ομίχλη δεν έχει διαλυθεί πάνω από τη θάλασσα. Διαβάστε τα ακόμα το δειλινό στην προβλήτα, αλλά όπου κι αν πάτε να είστε σίγουρος ότι ο Νόρμπραντ έχει πάει εκεί πριν από σας και γι αυτό, σας διαβεβαιώ, θα αναγνωρίσετε τις επιθυμίες, τη νοσταλγία και τη διάθεση της στιγμής σε κάθε του στίχο.
Παναγιώτα Γούλα
«τα βουνά είναι μακρινά, ο ουρανός κόκκινος,
όπως πριν ξεσπάσει θύελλα
και παρότι δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί,
αισθάνομαι ανήσυχος....».
Μου είστε ακόμη άγνωστος.
Αρχίζει να βρέχει, η καρδιά σας
σταματάει
γιατί σας κόβουν το λαιμό
ή μήπως όπως λένε τα «Αθηναϊκά Νέα»
σε ένα επίσημο ανακοινωθέν
δύο εβδομάδες αργότερα,
πνιγήκατε στο Αιγαίο.
Ακόμη δεν μπορώ να το εξηγήσω.
Με το τετράδιο στο χέρι
μπαίνω μέσα. Tα πεύκα είναι
σκοτεινά όπως πριν ξεσπάσει θύελλα
μα δεν μπορώ να εξηγήσω
γιατί είμαι ανήσυχος
δεν μπορώ να το εξηγήσω
επαναλαμβάνω μόνο
ό,τι έχω δει
αν κι είναι βαρετό:
«Τα βουνά είναι μακρινά απόψε
ο ουρανός κόκκινος
Ο HenrikNordbrandt γεννήθηκε 21, Μαρτίου του 1945 στην Φρεντερικσμπέργκ. Αποφοίτησε το 1964 και στη συνέχεια σπούδασε κινεζικά, τουρκικά και αραβικά στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του εκτός Δανίας και κάτω από τους φωτεινούς ουρανούς της Μεσογείου στην Ελλάδα, στην Τουρκία και Ισπανία. Τα τελευταία χρόνια ζει στην Κοπεγχάγη με τη γυναίκα του και την κόρη τους. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση με το 1966 με τη συλλογή Ποιήματα και έκτοτε ζει και εργάζεται αποκλειστικά ως συγγραφέας. Απέσπασε τα πιο σημαντικά βραβεία και υποτροφίες της Δανίας και των Βορείων χωρών. Εκτός από ποίηση έχει ασχοληθεί και εκδώσει αστυνομική λογοτεχνία, παιδικά βιβλία, δοκίμια, ημερολόγια, καθώς και ένα βιβλίο τούρκικης μαγειρικής. Θεωρείται ως ένας από τους ποιο σημαντικούς ποιητές διεθνούς εμβέλειας της δανέζικης λογοτεχνίας.
H μεταφράστρια Παναγιώτα Γούλα είναι ελληνικής καταγωγής και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής στη Δανία. Σπούδασε κλασική φιλολογία και νεώτερη ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και διαπολιτιστική επικοινωνία στο Βusiness Schoοl of Copenhagen CBS. Επi σειρά ετών διετέλεσε Μορφωτικός Ακόλουθος της Δανίας στην Αθήνα και υπό αυτή της την ιδιότητα οργάνωσε εκτός των άλλων λογοτεχνικές βραδιές και λογοτεχνικά συνέδρια τόσο στην Αθήνα όσο και στην Κοπεγχάγη. Μετέφρασε δανέζικη ποίηση για τα περιοδικά Ποίηση και Δέκ (α) τα καθώς και τα άπαντα του Σεφέρη στα δανέζικα.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.