Η βιομηχανική κοινωνία κατόρθωσε να μετατρέψει την εργασίας από «ανάγκη» για επιβίωση σε στοιχείο που συντείνει στην ανθρώπινη ολοκλήρωση και ευδαιμονία. Παρόλα αυτά, όμως, δεν μπόρεσε τελικά να αποφύγει την κριτική ότι, στο επίπεδο των άμεσων κοινωνικών σχέσεων και των σχέσεων παραγωγής, αυτή, με τη μορφή της μισθωτής πλέον εργασίας, λειτουργεί ως μέσο και μηχανισμός εξουσίας, σε επίπεδο τόσο πρακτικό όσο και ιδεολογικό. Αυτή, δε, η εξουσιαστική διάσταση της εργασίας είναι που αναδεικνύει αλλά και διαψεύδει το ιδεολογικό περίβλημα και την βασική παραδοχή ότι στις συνθήκες της βιομηχανικής κοινωνίας η εργασία «λειτουργεί για την ολοκλήρωση του ατόμου».
Οι ραγδαίες αλλαγές, οι οποίες συντελούνται στις σύγχρονες κοινωνίες, ιδιαίτερα κάτω από την πίεση της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών και των νέων μορφών διαχείρισης των εργασιακών θεμάτων, επιβάλλουν έναν νέο προσανατολισμό στη μελέτη του φαινομένου της εργασίας, ο οποίος προδιαθέτει και προϋποθέτει την αναθεώρηση βασικών εννοιών, οι οποίες μέχρι σήμερα θεωρούνταν ως αναμφισβήτητες. Παρ’ όλες, βέβαια, τις αλλαγές στις οποίες υπόκεινται οι σύγχρονες κοινωνίες, όπως ο αυτοματισμός, η αύξηση του ελεύθερου χρόνου, η κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος και η υποστολή της επαναστατικής ιδεολογίας, η εργασία παραμένει ένας βασικός συντελεστής στην οργάνωση της παραγωγής αλλά και γενικότερα της κοινωνίας.
Στο βιβλίο αυτό διατυπώνονται ερωτήματα για το πώς διαγράφεται το μέλλον του φαινομένου της εργασίας ενόψει της γενικευμένης χρήσης αυτοματισμών νέας τεχνολογίας, για το κατά πόσον αυτή η τελευταία επικαθορίζει την εργασία και την κοινωνία ή και το αντίστροφο, για το κατά πόσον το σύγχρονο εργατικό κίνημα μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις και ασφαλώς για τον ρόλο τον οποίο μπορεί να διαδραματίσει η ίδια η κοινωνιολογία στην κατεύθυνση της επεξήγησης, ανάλυσης και κατανόησης των φαινομένων που παράγουν οι ευρύτερες σύγχρονες μεταβολές.