― Ήρθα να σε πάρω μαζί μου ώς τη θάλασσα! Θέλεις;
Η Λουίζα ανεσήκωσε μετά δειλίας το βλέμμα από του χώματος.
Ο νέος ίστατο τώρα όρθιος όπισθεν της θύρας του κήπου, επανέλαβε δε μετά σοβαρότητος:
― Θέλεις;
― Θέλω! απήντησεν. Κατείχε δε αυτήν έρως και έκστασις.
Ο βραχίων ος υψώθη και η χειρ η ακυρώσασα ακαριαίως την θύραν ήσαν τοσούτον λευκά, ώστε η νέα δεν είδε παρά μίαν ριπήν φωτός να εκτινάσσει μακράν το φοβερόν κιγκλίδωμα. Ήτο δε βεβαία ότι εάν έστρεφε την κεφαλήν προς τα οπίσω, μηδέ ο οίκος του πατρός της ήθελεν υπάρχει πλέον, μηδέ η μέχρι τούδε νεκρώσιμος ακολουθία των ημερών.
Επτά ελληνικές ιστορίες, όπου η γλώσσα φωτίζει τους ήρωες καθώς τους πρέπει. Λατρευτικά τους συμπαθείς, παραμορφωτικά τους αντιπαθείς, για να μακρύνει η μύτη τους. Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να συγκινείται και να διασκεδάζει ταυτόχρονα, άσκηση απαραίτητη για τη φυσική δυσανεξία στην πίκρα. Μπορεί ακόμα και να πιστέψει ο αναγνώστης πως οι ήρωες στ’ αλήθεια πετάνε, στ’ αλήθεια μεταμορφώνονται, και να ευχαριστηθεί. Μέχρι και από μια μυγούλα στο μάτι μπορεί να ελευθερωθεί ο αναγνώστης διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Όμως να μην προτρέχουμε. Ας πει το ναι ο αναγνώστης και βλέπουμε.
Ε. ΣΤ.
Στη γραφή της Ελεωνόρας Σταθοπούλου φάνηκε από την αρχή ότι καρδιά και μυαλό συνδέονται αδιάσπαστα. Η επιλογή της γλωσσικής έκφρασης είναι μέρος του αφηγηματικού της σύμπαντος. Η γλώσσα για την Σταθοπούλου δεν εκπίπτει σε απλό εργαλείο.
Ένα “cult” βιβλίο μέσα στη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.