Και στις μέρες μας η χαμηλή φωνή ποιητών του μεσοπολέμου εξακολουθεί να ακούγεται επίμονα, ίσως γιατί συμμεριζόμαστε πολλές από τις εμπειρίες που καταγράφουν: την περιθωριοποίηση των ανθρώπων, την ισοπέδωση αξιών, τη μοναξιά, τον εγκλωβισμό σε ρόλους και προσωπεία. Όπως βιώνουμε, μαζί με τους ποιητές εκείνους, την αναγκαιότητα της, έστω μάταιης, διαμαρτυρίας, της περιφρούρησης μιας απλής καθημερινότητας, της αλληλεγγύης, της συνύπαρξης.
Οι μελοποιήσεις ποιημάτων του Καρυωτάκη, του Άγρα, της Πολυδούρη, του Λαπαθιώτη, του Παπανικολάου, του Ανθία, του Σκαρίμπα, του Ουράνη, του Φιλύρα· οι θεατρικές παραστάσεις, οι κινηματογραφικές ταινίες, τα λογοτεχνικά κείμενα που εμπνέονται από το έργο και την «καταραμένη» ζωή τους· οι ανθολογίες, οι μελέτες, οι εκδόσεις διαρκώς πληθαίνουν και δείχνουν ένα έντονο ενδιαφέρον για μια ποίηση η οποία άλλοτε παραγκωνιζόταν ως στενά υποκειμενική, ανθελληνικά απαισιόδοξη και παρακμιακή. Μια ποίηση που αποτύπωσε εσωτερικά τοπία, αναζήτησε σημεία συνάντησης του λόγου με τη μουσική αλλά και με τη σιωπή, πρόβαλε πάνω στην εξωτερική πραγματικότητα την ψυχική διάθεση του υποκειμένου. Ανάμεσα στους ποιητές αυτής της ομάδας –του «νεοσυμβολισμού» ή «μετασυμβολισμού»· της «γενιάς του Καρυωτάκη»- ο Τέλλος Άγρας (1899-1944) υπήρξε «ο πιο σημαντικός ίσως μετά τον Καρυωτάκη […] αλλά κι αρκετά αδικημένος για ένα διάστημα απ’ την κριτική», όπως επισημαίνει ο κατεξοχήν μελετητής του, ο Κώστας Στεργιόπουλος. […] Στις δύο συλλογές που παρουσιάζονται εδώ –Τα Βουκολικά και τα Εγκώμια. Καθημερινές- διακρίνεται η σταδιακή διαμόρφωση του ποιητικού του βλέμματος και η ωρίμανση της ποιητικής του συνείδησης. (Απόσπασμα από το Σημείωμα της επιμελήτριας).