Το έργο διαδραματίζεται μέσα σε τέσσερις ώρες, στον ίδιο χώρο, ένα αστικό διαμέρισμα. Η δράση μετατοπίζεται, από πράξη σε πράξη, από την τραπεζαρία στην κρεβατοκάμαρη, με ενδιάμεσο πέρασμα από το σαλόνι. Η ενότητα δράσης διατηρείται με την αντίθεση ανάμεσα στην αγνή νεότητα και τους ένοχους γονείς, ή την κατάληψη της εξουσίας από τα παιδιά. Ακόμη, υπάρχει ομοιογένεια κοινωνικού φόντου των ηρώων: όλοι ανήκουν στον αστικό χώρο. Ο Βικτόρ, εννιάχρονο παιδί με ανάστημα, μυαλό και ευαισθησία ώριμου άντρα, ανακαλύπτει μέσα σε μια βραδιά τον κόσμο. Κοινωνεί όλες τις εμπειρίες της ζωής, και στο τέλος της βραδιάς πεθαίνει, αφού αναλώθηκε. Με την ίδια πορεία που το φρούτο ωριμάζει και πέφτει από το δέντρο. Η πορεία του από το άδολο, παιχνιδιάρικο γέλιο προς την αποκάλυψη της δυσωδίας, προς τη θλίψη, τη γνώση, έχει φυσιολογικό τέρμα της τον θάνατο. Οι οικογένειες Πωμέλ και Μανιώ έχουν κοινωνικές σχέσεις. Ο κύριος Πωμέλ, πατέρας του Βικτόρ, και η κυρία Μανιώ, μητέρα της Εσθήρ, έχουν ερωτικές σχέσεις. Ο Βικτόρ και η μικρή Εσθήρ είναι αδέρφια. Ο κύριος Μανιώ προτιμάει να αγνοεί τα γεγονότα. Ο Βικτόρ αποκαλύπτει το σκάνδαλο. Σπρώχνει τον κύριο Μανιώ στην τρέλα πρώτα, και στο θάνατο μετά (κρεμιέται στο μπαλκόνι του, ντυμένος με τα εθνικά χρώματα και υπό τους ήχους πατριωτικού θούριου). Οδηγεί τους γονείς του σε αυτοκτονία. Το έργο κλείνει με τη φράση της καμαριέρας: «Μα – αυτό είναι δράμα!».