Αν και συνήθως το έργο αυτό το κατατάσσουν στα εσπερπέντο ‒σάτιρα, ειρωνεία πικρή· η λέξη σημαίνει πρόσωπο ή πράγμα παράξενο, άσχημο, γελοίο, παράλογο‒, ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει «τραγικωμωδία χωριού». Και τούτο, γιατί από τη μια μεριά διατηρεί όλο το τελετουργικό και το περιβάλλον της βάρβαρης κωμωδίας: το χορό με τις γυναίκες που θρηνούν στη βρύση, τα καραβάνια των προσκυνητών, με τους ζητιάνους, τους γυρολόγους, τους απατεώνες, τους έξαλλους γεωργούς που πομπεύουν τη Μαρί Γκάιλα. Διατηρεί κι αυξάνει αυτούς τους τύπους του λαού, των προλήψεων, της πίστης, της απάτης, της βίας μέσα στο περιβάλλον της γης της Γαλίθια, όπου οι μυστηριακοί ίσκιοι των δέντρων σκέπουν τον θάνατο, κι όπου στους κάμπους και μέσα στο χρυσάφι των σταριών κρύβουν τον έρωτά τους τα ζευγάρια. Αυτοί είναι οι δεσμοί του συγγραφέα με το θέατρο που κιόλας έχει γράψει. Και είναι φυσικό, αφού το έργο έχει ημερομηνία 1920. Δηλαδή ανήκει στη μεταβατική εποχή του συγγραφέα από τις βάρβαρες κωμωδίες στο εσπερπέντο.
Το εσπερπέντο εδώ εκδηλώνεται με το τρομακτικό πρόσωπο του υδροκέφαλου νάνου στη χειράμαξα, που τον εκμεταλλεύονται εναλλάξ οι συγγενείς του, τραβώντας τον στα πανηγύρια μαζεύοντας δεκάρες. Και το τρομακτικό του εσπερπέντο είναι ότι με μια ωμή και βάρβαρη λογική, που θα φτάσει στον παραλογισμό, το επιληπτικό και άθλιο αυτό πλάσμα θα χρησιμεύσει σαν αφορμή ώστε η Μαρί Γκάιλα να γλεντήσει, ν’ απολαύσει τη ζωή και τον έρωτα. Κι ακόμα, για να κερδίσει περισσότερα χρήματα θα φτάσει στην άθλια πράξη να επιδεικνύει τα ντροπερά μέρη του νάνου. Και το εσπερπέντο θα κορυφωθεί όταν το νεκρό πια υδροκέφαλο παιδί, θα το έχουν μισοφάει οι χοίροι έξω απ’ το σπίτι της κουνιάδας, όπου το άφησε η Μαρί Γκάιλα για να μην έχει τα έξοδα της ταφής.