Ο Χαρίλαος Πλουτίδης ή Χαράλαμπος Πεταλούδης ή Φιάκας ζει παρασιτικά στην Κ/πολη του 1810, βουτηγμένος στα χρέη. Νεαρός κομψευόμενος και πανούργος παριστάνει τον πλούσιο γόνο καλής οικογενείας και πολιορκεί ερωτικά την εύπιστη Ευανθία, προσβλέποντας στην προίκα της. Αυτή συνεπαρμένη από τα μυθιστορήματα της εποχής και ευφάνταστη γίνεται εύκολα θύμα του. Η σπαρταριστή πλοκή κορυφώνεται όταν ο Φιάκας, στα πρόθυρα να αποκαλυφθεί η πραγματική του κατάσταση, μηχανεύεται τη μεταμφίεση του σε γερμανό βαρόνο που βρίσκεται incognito στην Πόλη... Πρόκειται για μια ευχάριστη και έξυπνη κωμωδία ηθών, όπου θίγονται από το συγγραφέα και σατιρίζονται με καυστικό τρόπο οι υπερβολές της Κ/πολίτικης κοινωνίας του β` μισού του 19ου αιώνα.
Ο ΔΟΥΞ ΤΗΣ ΒΛΑΚΕΙΑΣ
Σε ένα προάστειο της Κ/πολης, οι μαθητές του Ελληνικού σχολείου στήνουν, με φόντο την Αποκριά, μία έξυπνη φάρσα στον ξενομανή, αγράμματο και εντελώς αγροίκο επιστάτη της Σχολής τους, τον Γιάννη. Μηχανεύονται τη φανταστική άφιξη στην Πόλη ενός ισπανού ευγενή, του Δον Καρόλου, ο οποίος μετά από αρκετά κωμικά επεισόδια, παρασημοφορεί τον απλοϊκό Γιάννη. Η άκρα γελοιοποίησή του φαίνεται όμως να τον συνεφέρνει από τις φαντασιώσεις του και στο τέλος του έργου, μετά από την αποκάλυψη της αλήθειας, δείχνει ότι συνετίστηκε. Η χαριτωμένη μονόπρακτη φαρσοκωμωδία του Μισιτζή κυλά με ζωηρό ρυθμό παρόλη τη φαινομενική "χαλαρότητα" του "αυτοσχεδιασμού" των μαθητών, στοιχείο που προβάλλεται από το συγγραφέα στην αρχή του έργου. Στον Δούκα της Βλακείας ο Μισιτζής εκμεταλλεύεται κατά κόρον μερικές από τις προσφιλείς του τεχνικές: τη χρήση του μοτίβου της μεταμφίεσης και τη γλωσσική πλαστική του ικανότητα να δημιουργεί ηχητικά παρεφθαρμένα σύνολα μιμούμενος με μαεστρία διάφορες ξένες γλώσσες.