Ο Μένγκελε (όπως και κάθε άλλο γραπτό μου) είναι (σωστότερα: θα ήθελα να είναι) μια ακόμη αφήγηση προορισμένη για να διαβαστεί. Η θεατρική φόρμα που χρησιμοποίησα ήταν μονάχα το μέσο που ένιωσα προσφορότερο για να καταγράψω μια φριχτή ιστορία αγάπης και φόνων - ή την αποκαλυπτική ιστορία της αγάπης δια του εξακολουθητικού, όσο και ακαταλόγιστου, φόνου μέσα στους αιώνες.
Για τον Μένγκελε ισχύουν όσα σημείωνα και για τα προηγούμενα `θεατρικά έργα` μου (La ultima noche ή οι καρχαρίες, 2010, Historia de un amor ή τα μυρμήγκια, 2011): δεν γνωρίζω αν μπορεί να παρουσιαστεί στο θέατρο, αν έχει αυτό που ονομάζουμε `θεατρικότητα`. Οι σκηνικές (;) οδηγίες που ενσωμάτωσα στο `έργο` ήταν για μένα απαραίτητο κομμάτι της αφήγησης. Αν κάποιος σκηνοθέτης (ή όποιος άλλος) νιώσει πως δεν του είναι χρήσιμες, ας τις αγνοήσει ή ας τις αλλάξει. Δεν έχω αντίρρηση αντί για έναν άντρα και μια γυναίκα να παίξουν δυο γυναίκες ή δυο άντρες, ένας εγγαστρίμυθος με μια κούκλα - ή ακόμη και παιδιά. Εξάλλου, όπως επιμένω σε κάθε αντίστοιχη εισαγωγή, νιώθω πως όλες οι αφηγήσεις απευθύνονται σε παιδιά - οι ενήλικοι είναι ήδη πνευματικά νεκροί, γυαλιστερά ταριχευμένα πτώματα.
Ωστόσο στον Μένγκελε, περισσότερο από κάθε άλλο `θεατρικό έργο` μου, ένιωσα γράφοντάς το τρομακτικά έντονη την ανάγκη που περιγράφτηκε παραπάνω (ή και κυριεύτηκα από αυτήν): δυο δωδεκάχρονα ή δωδεκάχρονα παιδιά να παίζουν σε μια σκηνή (με) ετούτο το κείμενο. Προφανώς τρόμαξα πολύ με την ιδέα και τον τρόπο που άπλωνε μέσα μου· ίσως για αυτό το λόγο να ενσωμάτωσα στις σκηνικές οδηγίες την προϋπόθεση των ενηλίκων ηθοποιών - μήπως και κουκουλωθεί, μήπως και θαμπώσει κάπως ο τρόμος.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]