Χρόνια κοντεύουν είκοσι αφότου άρχισα την όμορφη πνευματική περιπέτεια της συστηματικής και γλαφυρής, πλην ιστορικά τεκμηριωμένης έρευνας για τον βίο και την πολιτεία των θρυλικών βάρδων του λαϊκού αστικού τραγουδιού, του λεγόμενου `ρεμπέτικου`. Σε εποχή και κοινωνία, που κυριαρχούν φτηνιάρικοι, εμπορικοί και σκανδαλοθηρικοί, τάχα βιογραφικοί διθύραμβοι, που συνιστούν κατ` ουσίαν ασέβεια δεινή και προκλητική δυσφήμιση των υποκειμένων τους.
Ποτέ δεν βάζουμε απέναντι από έναν παππούλη δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο για να τον προκαλέσουμε εκ των προτέρων με δικές μας ιδεοληψίες και προτιμήσεις και να βγάλουμε τάχα σπαρταριστό `λαβράκι`, που θα μοσχοπουλήσουμε στο επικερδές παζάρι της τηλεοπτικής σαπουνόπερας. Όπως η κυρία `βιογράφος` του Τάκη Μπίνη και του Γιώργου Ζαμπέτα. Ο μεν Γ. Ζαμπέτας εμφανίζεται να σαλιαρίζει απρεπώς και όχι κολακευτικά για συνεργάτες του (κατ` επέκταση για τον ίδιο) εν είδει χαβαλεδιάρικης εξομολόγησης. Ο δε Τ. Μπίνης παρουσιάζεται να κοκορεύεται άνευ λόγου και αιτίας ότι αυτός μόνο είναι το `ρεμπέτικο` τραγούδι και ουδείς άλλος απαξιώνοντας επιφανείς συναδέλφους με έργο απείρως σπουδαιότερο από το δικό του. Και να `τανε όλα αυτά αληθινά ποιος το `σκαζε! [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]