Όσο πλησίαζαν οι ημέρες και οι προετοιμασίες κορυφώνονταν, τόσο μεγαλύτερη ήταν και η αγωνία της Φρειδερίκης για όσα θα έβρισκε στην άγνωστη χώρα, για την οποία θα ξεκινούσε αφήνοντας πίσω της κάθε τι οικείο. Τότε σιγουρεύτηκε πως η δειλία που τη χαρακτήριζε όταν ήταν μικρή είχε παραμεριστεί πια από την ισχυρή της θέληση. Το απέδωσα στον έρωτα. Εντέλει, μαζί με ολόκληρη την οικογένειά της και με τη συνοδεία δύο Ελλήνων υπουργών, επιβιβάστηκε στο τρένο με προορισμό την Αθήνα. Στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας την υποδέχτηκε ο Παύλος και πλάι του έκανε την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι την πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Ο ελληνικός συρμός είχε βαφτεί λευκός, για χάρη της νύφης, και πάνω στη μηχανή του είχε ζωγραφιστεί ένα μπλε στέμμα με οικόσημο, για χάρη του γαμπρού. Και παρά την οκτάωρη καθυστέρηση της διέλευσης του τρένου και το τσουχτερό κρύο, σε κάθε σταθμό τα ενθουσιώδη πλήθη στριμώχνονταν για να τους δουν, να τους κουνήσουν όλο χαρά τα μαντίλια τους και ιδίως να καλωσορίσουν με ευχές τη μικρή Γερμανίδα πριγκίπισσα. Και η μικρή Γερμανίδα πριγκίπισσα είχε ήδη καταλάβει πως ο λαός αυτός είχε μια ζεστασιά και μια αμεσότητα που κανένας άλλος λαός δεν είχε, και η ίδια ούτε καν μπορούσε να υποψιαστεί ότι υπάρχει. Η μοίρα της είχε προδιαγραφεί. Με αυτό το λαό θα ένωνε τη ζωή της, αυτή τη χώρα στο εξής θα θεωρούσε πατρίδα της και θα αγαπούσε με όλη της την καρδιά, στην Ελλάδα θα έβλεπε τα όνειρά της να γίνονται πραγματικότητα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]