Η Αγγέλα γράφτηκε στη Μόσχα το 1957. Την ίδια χρονιά που εγκατασταθήκαμε εκεί. Είχαν δώσει οι Σοβιετικοί του Γιώργου μια υποτροφία για την `Ανωτάτη σχολή συγγραφέων` κι έτσι μπορέσαμε να φύγουμε από την Τασκένδη, κάτι που θα ήτανε αδύνατον να γίνει πριν την άνοδο του Χρουστσόφ, τότε που `τα χιόνια άρχισαν να λιώνουν`.
`Θα γράψω ένα έργο σαν να το γράφω για τον Κάρολο` μου είπε ο Γιώργος, παρ` όλο που δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να το ανεβάσει ο Κουν, όσο κι αν το επιθυμούσε. Ο Γιώργος ήταν λιποτάχτης, δικασμένος ερήμην σε θάνατο και μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία είχαν αναλάβει το κινηματογραφικό συνεργείο του `Δημοκρατικού στρατού`. Κι ακόμα ήταν πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση, του είχε αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα και φυσικά η επιστροφή του στην Ελλάδα απαγορευμένη.
Το έργο το τέλειωσε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς με τον τίτλο `Αγγέλα`. Ως το φθινόπωρο η μετάφραση στα ρωσικά ήταν έτοιμη. Είχαμε νοικιάσει ένα σπίτι μέσα στο δάσος δίπλα ακριβώς στη μεταφράστρια κι ο Γιώργος κλεισμένος μαζί της σ` ένα καμαράκι από το πρωί ως το βράδυ τη βοηθούσε στις δυσκολίες που έβρισκε. Ως κι η κόρη μας που ήταν ενάμιση χρόνων τον περίμενε στο κρεβατάκι της να γυρίσει κι έλεγε: `Πού είναι Αγγέλα;`
Γυρίσαμε στο τέλος του καλοκαιριού στη Μόσχα και η μεταφράστρια πήγε την `Αγγέλα` σ` έναν σκηνοθέτη σε αποστρατία πια, μα που είχε δουλέψει με το θέατρο Βαχτάγκοφ. Εκείνος διάβασε το έργο και το πήγε κατευθείαν στο Βαχτάγκοφ.
Το έργο ανέβηκε με τον καινούργιο χρόνο το 1958 στο εναλλασσόμενο ρεπερτόριο, όπως συνηθιζότανε τότε στα μεγάλα θέατρα. Οι ηθοποιοί και η σκηνοθέτης αγάπησαν το έργο και πριν αρχίσουν πρόβες έκαναν ατέλειωτες συζητήσεις με τον Γιώργο για να μάθουν όσα μπορούσαν για την Ελλάδα και το παραμικρό για τους χαρακτήρες των ρόλων.
Στην πρεμιέρα νομίζαμε πως βλέπουμε παράσταση του Κουν. Κι οι θεατές έβλεπαν κάτι άλλο απ` ό,τι είχαν συνηθίσει να βλέπουν ως τα τώρα στα σύγχρονα σοβιετικά έργα που κυριαρχούσε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Όταν μάλιστα δύο από τους ήρωες του έργου χόρεψαν ζεϊμπέκικο, καθένας χωριστά και με τρόπο του ταίριαζε στους χαρακτήρες του έργου, οι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκροτούσαν. Ο Γιώργος κι εγώ πιστέψαμε για μια στιγμή πως βρισκόμαστε στο `Θέατρο Τέχνης`. Ο ίδιος ο Γιώργος δεν χόρευε ζεϊμπέκικο, το λάτρευε όμως, ήξερε τα βήματα. Τόσο όμως πολύ το εξήγησε στους ηθοποιούς που μπήκαν στο νόημα και χόρεψαν λες και χόρευαν μια ζωή Τσιτσάνη. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]