Από τη δεκαετία του 1870 και ως την κατάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές το 1933, η Γερμανική Επιστήμη κυριαρχεί στην Ευρώπη τόσο σε επίπεδο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών όσο και σε εκείνο των Εφαρμοσμένων-Τεχνικών Επιστημών. Σπουδαστές από όλη την Ευρώπη συρρέουν στη Γερμανία για να σπουδάσουν διάφορες επιστήμες και, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους γίνονται ιμάντες μεταφοράς γνώσης, κρίκοι μίας ατέρμονης αλυσίδας διάχυσης, διεύρυνσης και εφαρμογής της γνώσης πέρα από σύνορα.
Το παραπάνω γεγονός πιστοποιείται και στην περίπτωση της Ελλάδας. Οι Έλληνες διανοούμενοι της εποχής επιζητούν να μεταβούν για σπουδές στη χώρα που, μετά τη νίκη της απέναντι στους Γάλλους και την επιτυχή αντιμετώπιση της κρίσης του 1873, αναδύεται ως η μείζων βιομηχανική δύναμη της Ηπειρωτικής Ευρώπης, μια χώρα άξια για μίμηση. Η τάση αυτή μάλιστα εντείνεται μετά την ήττα της Γερμανίας στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο. Μόνο μετά τις εκκαθαρίσεις του 1933 αρχίζει μια βαθμιαία σταδιακή μείωση των ακαδημαϊκών ανταλλαγών μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, που μερικά ισοσταθμίστηκε με την παροχή υποτροφιών από τη ναζιστική Γερμανία προς Έλληνες σπουδαστές. Μετά το 1945, και την άνοδο ευκαιριών για σπουδές στον αγγλοσαξονικό χώρο, η Γερμανία έπαψε να είναι ο κατεξοχήν τόπος μεταπτυχιακών σπουδών για Έλληνες μεταπτυχιακούς, ειδικά στις οικονομικές επιστήμες. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]