Το παρόν βιβλίο συντάχθηκε, στην αρχική του μορφή, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και εκδόθηκε για πρώτη φορά, το 1981, από τις Εκδόσεις Μιχ. Γρηγόρη. Έκτοτε ανατυπώθηκε περισσότερες από δέκα φορές. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως διδακτικό εγχειρίδιο τόσο από το συγγραφέα όσο και από άλλους πανεπιστημιακούς δασκάλους και αποτέλεσε ένα από τα ελληνικά βιβλία αναφοράς στον τομέα της εκπαιδευτικής αξιολόγησης και, ειδικότερα, της αξιολόγησης των μαθητών.
Κατά τη χρονική περίοδο που εκδόθηκε, η ελληνική βιβλιογραφία ήταν ακόμη φτωχή στο συγκεκριμένο τομέα. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν έκαναν την εμφάνισή τους αρκετά βιβλία και μεγάλος αριθμός άρθρων και άλλων μελετών, που είχαν ως αντικείμενο θέματα σχετικά με το περιεχόμενο του ανά χείρας συγγράμματος. Παράλληλα, υπήρξαν τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο σημαντικές εξελίξεις στον τομέα της αξιολόγησης, γενικά, και της αξιολόγησης των μαθητών, ειδικότερα, και καταβλήθηκαν προσπάθειες αναμόρφωσης των σχετικών μεθόδων. Σημαντικό ρόλο σε ορισμένες από τις προσπάθειες που εκδηλώθηκαν στη χώρα μας, με στόχο την εισαγωγή στο σχολείο ποικίλων καινοτομιών στον υπό εξέταση τομέα (π.χ. περιγραφική αξιολόγηση, φάκελος αξιολόγησης, συνθετικές δημιουργικές εργασίες, τράπεζες ερωτήσεων κ.ά.), διαδραμάτισε ο γράφων ως Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (1994-95) και του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας (1997-2000) αλλά και ως πανεπιστημιακός δάσκαλος.
Οι παραπάνω εξελίξεις κατέστησαν αναγκαία την αναθεώρηση του περιεχομένου του αρχικού βιβλίου και την προσαρμογή του στη σύγχρονη εκπαιδευτική και επιστημονική πραγματικότητα. Μια πρώτη προσπάθεια περιορισμένης ανανέωσής του έγινε το 2010, με την προσθήκη ενός κεφαλαίου σχετικού με τις «αυθεντικές» μορφές αξιολόγησης των διδασκομένων, καθώς και νεότερης βιβλιογραφίας. Η παρούσα έκδοση συνιστά μια πιο ριζική αναμόρφωση του παραπάνω βιβλίου, στο οποίο προστέθηκαν τέσσερα νέα κεφάλαια. Το ένα από αυτά είναι αφιερωμένο στην ιστορική εξέλιξη των διαδικασιών αξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών, το δεύτερο πραγματεύεται το ζήτημα των βαθμολογικών στάρνταρ, το τρίτο αφορά στη θεωρία για τη μέτρηση της ικανότητας απάντησης σε ερωτήματα και το τέταρτο έχει ως θέμα την αξιολόγηση της επίδοσης των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Πολλά, επίσης, από τα κεφάλαια του αρχικού βιβλίου συμπληρώθηκαν, άλλα σε μεγάλη έκταση και άλλα σε μικρότερη, με σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και αρκετά τροποποιήθηκαν ως προς τη διάρθρωσή τους. Για το σκοπό αυτό αξιοποιήθηκε σημαντικός αριθμός πρόσφατων εργασιών από την αγγλική, κυρίως, αλλά και από τη γαλλική και την ελληνική βιβλιογραφία. Καθοριστικό, επίσης, ρόλο στην αναθεώρηση του συγγράμματος αυτού διαδραμάτισε η εμπειρία μας από τη διδασκαλία του υπό εξέταση αντικειμένου σε φοιτητές διαφόρων Πανεπιστημιακών Τμημάτων επί τριάντα πέντε, περίπου, χρόνια. Για λόγους συνέχειας, διατηρήσαμε την περισσότερη από τη βιβλιογραφία στην οποία στηρίχθηκε η αρχική συγγραφή της παρούσας εργασίας, καθώς και τον τίτλο της.[...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]