Τώρα που οι τολμηρές καινοτομίες του Λουΐτζι Πιραντέλλο δε σκανδαλίζουν πια το κοινό και η θέση του μέσα στη θεατρική ιστορία του αιώνα μας έχει στερεωθεί, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα πού βρίσκεται, εκτός από την πρωτοτυπία, η βαθύτερη αξία αυτού του έργου. Η κυριότερη αρετή του είναι, χωρίς αμφιβολία, ο τρόπος, ο γνήσια θεατρικός τρόπος, με τον οποίο κατόρθωσε να ερμηνεύσει από τη σκηνή ένα οξύ για τη σκέψη και για το αίσθημα του σύγχρονου ανθρώπου πρόβλημα: τη ριζική αβεβαιότητα, την έλλειψη ενότητας, τη ρευστότητα και τις αντιφάσεις του πράγματος που θεωρούσαμε ως τώρα πιο σίγουρο και σταθερό και μονοσήμαντο μέσα στον κόσμο: του `εαυτού` μας.
Ο Πιραντέλλο έδειξε με το θέατρό του πόσο ανυπόστατο είναι το `είδωλο` τούτο και πόση ματαιοδοξία κρύβεται πίσω από το μύθο της αντικειμενικής αλήθειας. Όχι όμως για να μας θεραπεύσει από μια θεωρητική πλάνη, αλλά για ν` αποκαλύψει -σαν αληθινός δραματικός ποιητής- ένα νέο τραγικό νόημα της ζωής: την απόλυτη ερημιά του ανθρώπου. Ούτε ο εαυτός μας δε μας συντροφεύει, αφού δεν έχει καμιά σταθερότητα· και αυτός ο πόνος μας δε μας ανήκει, γιατί τώρα που τον αναπολούμε, δεν είναι πια δικός μας, αλλά ενός `άλλου` που έπαψε να υπάρχει. [...]