Όταν το βουνό γίνεται πεδιάδα, χάνεται η ελπίδα ν` ανέβεις στην κορυφή, αλλά μπορείς να σπείρεις.
Ο πόλεμος αυτός δεν τους αφορούσε.
Δεν ήταν για την πατρίδα τους, να πεις, ούτε καν για τη θρησκεία τους.
Κι οι δυο όμως καμώνονταν πως ήξεραν γιατί πολεμούν στη `Δροσιά της Αυγής`. Ο ένας πιάστηκε στη φάκα μιας ατέλειωτης στρατιωτικής θητείας, ο άλλος, στρατιωτικός καριέρας.
Έσμιξαν στην αιχμαλωσία, χάθηκαν στην ελευθερία. Πορεύτηκαν με όνειρα χαμένα, με ιδέες προδομένες.
Ο Ντιβανέ και ο Γκερμό.
Παράξενα ανταμώθηκαν οι δρόμοι τους, απολογητικά εξομολογήθηκαν τις ζωές τους, γλυκόπικρα ζωντάνεψαν τις μνήμες τους. Ο Ντιβανέ ζούσε πια με τα μοιρολόγια, και μέσα απ` αυτά αφηγούνταν τη ζωή του και την περιπέτεια πέντε χιλιάδων Τούρκων στα δύσβατα εδάφη της Κορέας, ώσπου του το απαγόρευσαν κι αυτό.
Χρειάστηκαν περίπου είκοσι χρόνια για να ταξιδέψουν αυτά τα μοιρολόγια από τη μια πλευρά του Αραράτ στην άλλη, να συναντήσουν το φίλο του Γκερμό και να σφραγίσουν επιτέλους μια επί χρόνια χιμαιρική συζήτηση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]