Στο έργο αυτό μπορεί κανείς να διακρίνει τον πλούτον των συναισθημάτων του πρωτοπρεσβυτέρου Γρηγορίου Ευσταθίου. Η νοσταλγία της ιδιαίτερής του πατρίδας, Κύπρου, και η επιθυμία του να κρατήσει ζωντανή την ζωή της κυπριακής υπαίθρου των παιδικών και νεανικών του χρόνων, ο σεβασμός στο μόχθο του ταπεινου εργάτη της Κυπριακής γης του "ρεσπέρη" και οι αναμνήσεις από τις καθημερινές στιγμές της αγροτικής κυπριακής υπαίθρου πίσω από διάφορα ονόματα π.χ. ο Γιωρκής, η Κορού, ο Κωστής, ο Κακουτής, ο Αρκύρης, ο Αρκής, ο Γιαννής, ο Γιασωνής, ο Τζυρκαλλής, ο Γρυσαθθής, η Βέρα, η Φιενού, η Καλλού κλπ.
Με ιδιαίτερη αγάπη και αφοσίωση παρακολουθεί και καταγράφει τους κόπους και τις αγωνίες του, τις χαρές και τις πίκρες του, τις σχέσεις του με τους συγχωριανούς του και το δέσιμο με τη γη και τα ζώα. θαυμάζει κανείς τη δύναμη και την εκφραστικότητα των διαλόγων αλλά και την παραστατικότητα των εικόνων. Εντυπωσιακές είναι οι σκηνές που περιγράφουν τις ποικίλες ασχολίες τήη αγροτικής κυπριακής ζωής π.χ. τη σπορά, το όργωμα, το τσάπισμα, το θέρισμα, το αλώνισμα, το λίκνισμα, το διάβασμα του αλευριού (με τατσιά), το ζύμωμα, το δκυάρισμα των ψωμιών, το άναμμα του φούρνου, το φούρνισμα και το ξεφούρνισμα. [...]
(από τον πρόλογο του βιβλίου)