Ο προηγούμενος τόμος, πέμπτος της γενικής σειράς `Η ελληνική ποίηση`, παρουσίαζε τους Νεωτερικούς ποιητές του Μεσοπολέμου, δηλαδή τους πρώτους έλληνες, οι οποίοι έσπασαν την παράδοση της προκαθορισμένα συμμετρικής εκφοράς του ποιητικού λόγου και έγραψαν τα ποιήματά τους σε ελεύθερο στίχο, ακολουθώντας τα νέα ρεύματα, που είχαν αναπτυχθεί στον ευρωπαϊκό χώρο, και ενσωματώνοντάς τα στα ελληνικά δεδομένα. Ο νέος αυτός τόμος, καταρτισμένος με τα ίδια κριτήρια, παρουσιάζει τους επόμενους ποιητές μας, που γράφουν τα έργα τους σύμφωνα με τις ίδιες αυτές νεωτερικές αντιλήψεις. Τους χαρακτηρίζω ως `ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς`, διαστέλοντάς τους χρονικά από τους προηγούμενους. Πραγματικά πρόκειται για τη δεύτερη γενιά των νεωτερικών μας ποιητών, στην οποία έχουν περάσει φυσιολογικά οι εκφραστικές κατακτήσεις της πρώτης γενιάς που εγκατέλειψε την παράδοση. Ωστόσο, αυτή η δεύτερη γενιά δεν είναι τόσο δεύτερη σε ποιότητα, όπως γενικά νομίζεται. Χωρίς να έχουν την επιφάνεια, έστω και όσοι ξεχωρίζουν, των τεσσάρων πέντε νεωτερικών ποιητών του μεσοπολέμου, δε συνέβαλαν λίγο στη διαμόρφωση της εικόνας που έχομε για τη μοντέρνα μας ποίηση. Δε συνέχισαν απλώς ό,τι οι πρώτοι είχαν κατακτήσει μορφικά, αλλά το πλούτισαν με τα δικά τους στοιχεία. Περιορίζοντας την έννοια της νεωτερικής γραφής στον ελεύθερο στίχο και την υπερβατική έκφραση δεν έχουν βέβαια να επιδείξουν τίποτε περισσότερο αρχικά από όσα απέδωσαν οι νεωτερικοί του μεσοπολέμου. Πραγματικά, το κριτήριο της ανανέωσης των εκφραστικών μέσων, και μάλιστα όταν αυτή η ανανέωση έχει όλα τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής αλλαγής, μοιάζει να είναι επαρκές για να σταθμίσoμε την αξία και τη σημασία των πρώτων που διεξάγουν την επανάσταση, κερδίζοντας το στοίχημα της ιστορικής δικαίωσης. Συνέπεια που πιστοποιεί ότι συνέλαβαν το σφυγμό της εποχής και σημάδεψαν στο μέλλον, εάν και εφόσον το μέλλον τους δικαιώνει, όπως συμβαίνει συγκεκριμένα στον αιώνα μας, που όλες οι επαναστατικές νέες μορφές, σε όλες τις τέχνες, αποτελούν σήμερα κατάσταση σύμμετρη με τις προωθημένες αντιλήψεις της εποχής. Είναι πια φανερό ότι οι τέχνες πέρασαν σε μια νέα φάση, οι `αρχές` της οποίας χαράχτηκαν και αποτελούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις, κατά τρόπο που η παραγνώριση και η παράβασή τους φανερώνει μειωμένη ευαισθησία ή κεραίες ελαττωματικές. Αν είναι σωστή αυτή η υπόθεση, άμεσα συνάγεται ότι δε συμβαίνει τυχαία οι ποιητές του μεσοπολέμου που επιβιώνουν να ανήκουν σχεδόν όλοι στην πτέρυγα των νεωτερικών. Να είναι αυτοί, που έπιασαν το σφυγμό της εποχής και δημιούργησαν έργο, που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε επόμενο στάδιο. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]