Μελετώντας το νομικό πεδίο της εκούσιας δικαιοδοσίας, εντυπωσιάζεται κανείς διαπιστώνοντας την ευρύτητα και την ποικιλία των αντικειμένων που πραγματεύεται. Μολονότι μάλιστα κατά κανόνα δεν συναντάται αντιδικία στις υποθέσεις της, δεν είναι λίγες οι φορές που οι έννομες συνέπειες των σχετικών αποφάσεων είναι εξόχως σημαντικές. Αρκεί να σημειωθεί ότι στην εκούσια δικαιοδοσία έχουν ανατεθεί πολλές υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, οι οποίες συχνά έχουν μεγάλο περιουσιακό αντικείμενο, αλλά και οι εκκαθαρίσεις νομικών προσώπων και προβληματικών επιχειρήσεων.
Το έργο που κρατά στα χέρια του ο συνάδελφος νομικός είναι το αποτέλεσμα μιας επίπονης προσπάθειας ώστε να ταξινομηθούν με συστηματικό και εξαντλητικό τρόπο οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας και οι υποθέσεις δημοσίου δικαίου, που εκδικάζονται κατά την ίδια διαδικασία. Στο πρώτο τμήμα του, το βιβλίο ασχολείται με τις γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ περί εκούσιας δικαιοδοσίας και στο δεύτερο διαπραγματεύεται κάθε μία ξεχωριστά τις υποθέσεις που ανατίθενται στη διαδικασία αυτή, είτε από τον ίδιο τον ΚΠολΔ, είτε από ειδικές διατάξεις. Προτίμησα ως πιο ενδεδειγμένη την παρουσίαση των υποθέσεων με βάση την καθ` ύλην αρμοδιότητα, ξεκινώντας από αυτήν του μονομελούς πρωτοδικείου, υπέρ του οποίου επιφυλάσσεται το σχετικό τεκμήριο του άρθρου 740 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Κατόπιν παρατίθενται οδηγίες για τη σύνταξη δικογράφων και εκτενή υποδείγματα δικαστικών αποφάσεων, προς υποβοήθηση των δικαστών αλλά και των δικηγόρων, ακολουθώντας δηλαδή το
λογικό σχήμα «θεωρία-δικόγραφο-απόφαση» και προσπαθώντας έτσι να αποτελέσει το έργο αυτό, εκτός από ένα επιστημονικό σύγγραμμα, έναν ολοκληρωμένο πρακτικό οδηγό περί εκούσιας δικαιοδοσίας.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην έρευνα και καταγραφή της όσο το δυνατόν πιο πρόσφατης νομολογίας, που αντιμετωπίζει τα προσεγγιζόμενα αντικείμενα. Δεν λείπουν από την παρούσα συγγραφή τόσο η κριτική ορισμένων θεωρητικών και νομολογιακών επιλογών όσο και συγκεκριμένες προτάσεις για νομοθετικές μεταβολές και τροποποιήσεις σε σημεία που η αδυναμία επιτέλεσης του σκοπού του νομοθέτη ήταν κατά την άποψη μου εμφανής. Δεν θα μπορούσε εξάλλου να γίνει διαφορετικά, με δεδομένη την ευαισθησία μου για το θέμα που διαπραγματεύομαι στην συγγραφική αυτή απόπειρα, εφόσον η εκούσια δικαιοδοσία αποτέλεσε για μένα το πρώτο αντικείμενο ενασχόλησης στο επίπεδο της πολιτικής δίκης, μετά το διορισμό μου ως Παρέδρου στο Πρωτοδικείο της Αθήνας πριν μερικά χρόνια.
Τελειώνοντας το εισαγωγικό αυτό σημείωμα, θα ήθελα να αναφέρω ότι επέλεξα, ελπίζω χωρίς αυτό να προκαλέσει την αντίδραση των παλαιοτέρων, την χρήση του όρου «εκούσια» και όχι «εκουσία» δικαιοδοσία, με απόλυτο σεβασμό στην δημοτική γλώσσα, όπως άλλωστε κάνει και το ίδιο το Σύνταγμά μας, στο άρθρο 94 παρ. 2.
[...]
(από τον πρόλογο του βιβλίου)