Η σταδιακή μετατροπή των σύγχρονων κοινωνιών σε κοινωνίες όπου όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων ασχολείται με την παροχή υπηρεσιών παρά με την παραγωγή υλικών αγαθών έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των οικονομολόγων, αλλά και των λοιπών κοινωνικών επιστημόνων, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Στον τομέα υπηρεσιών συχνά κυριαρχούν οι μικρές και νέες επιχειρήσεις, ενώ υφίστανται μια ποικιλία εργατικού δυναμικού με υψηλό βαθμό υποκατάστασης, καθώς και υψηλή συμμετοχή γυναικών. Ωστόσο, αυτή η εικόνα μεταβάλλεται, καθώς κλάδοι των υπηρεσιών κυριαρχούνται από ολιγοπωλιακές μορφές αγοράς ή από δημόσιες υπηρεσίες, που οργανώνουν τη διαχείριση του προσωπικού με αναφορά σε τυπικές-γραφειοκρατικές διαδικασίες, αντίστοιχες με την εξειδίκευση έργου στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Από την άλλη, οι διαδικασίες απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της αγοράς εργασίας και η επέκταση των μορφών επισφαλούς εργασίας είναι στενά συνδεδεμένες με την αύξηση της απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών. Η ανάπτυξη των υπηρεσιών θέτει έντονα το πρόβλημα της μη αποτιμημένης ποιότητας της εργασίας, ενώ τα εργατικά συνδικάτα αδυνατούν να απαντήσουν στις ανάγκες και τις φιλοδοξίες των εργαζομένων, καθώς οι παραδοσιακές μορφές συλλογικής οργάνωσης είναι ανεπαρκείς, ενώ ελάχιστη είναι και η συνδικαλιστική δράση.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]