Εάν στη «Λογική του Είναι» συναντάμε μόνο απλούς προσδιορισμούς που στερούνται τη σχέση, επειδή εκφράζουν το Είναι ως την πιο αφηρημένη έννοια, στη «Λογική της ουσίας» έχουμε να κάνουμε με σχεσιακούς προσδιορισμούς, οι οποίοι προσιδιάζουν στην αυτοκινησία της ουσίας ως της τεθειμένης έννοιας. Η ουσία ομιλεί τη γλώσσα της λογικής ευκρίνειας της σχέσης, την οποία εκφράζει το Είναι, όταν επανευρίσκει, μέσω της άρνησης κάθε προσδιοριστικότητας, την ταυτότητα με τον εαυτό του. Αυτή η πρώτη ταυτότητα με τον εαυτό είναι, στη γλώσσα της ουσίας, ανηρημένη προσδιοριστικότητα και ως τέτοια νοηματοδοτεί την κίνηση άρνησης των κατηγοριών του Είναι και αναίρεσής τους μέσα στην ουσία. Πρόκειται για μια κίνηση που έχει οντολογικό και γνωσιολογικό χαρακτήρα· είναι, λοιπόν, αυτή που αποδίδει στην ουσία εκείνες τις σταθερές ιδεατές αρχές, οι οποίες την τοποθετούν έξω από τη λογική της καθαρής εσωτερικότητας και μέσα στο Είναι του κόσμου ως την εκδηλωνόμενη ενδοσυνάφειά του.