Ο γραπτός λόγος (και ιδιαίτερα ο έντυπος λόγος) στηρίζεται στη συνοχή, την αφηγητική ανάπτυξη από το αίτιο στο αιτιατό, τη γενικότητα και την αφαίρεση, τη σαφήνεια και τον επίπεδο τόνο της φωνής. Η τηλεόραση από την άλλη πλευρά είναι εφήμερη, αποσπασματική, συγκεκριμένη κι έχει ύφος δραματικό. Τα νοήματά-της σχηματίζονται με αντιθέσεις και με την παράταξη αντιφατικών φαινομενικά σημείων, ενώ η `λογική`-της είναι προφορική και οπτική. Θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε πώς η αντίφαση ανάμεσα στο γραπτό και μη γραπτό τρόπο σκέψης είναι αποτέλεσμα κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών, και πώς αυτό έχει συμβάλλει στη διαμόρφωση του τηλεοπτικού λόγου. Με άλλα λόγια, προτού μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μια κριτική και αξιολογική γλώσσα, πρόσφορη για την τηλεόραση, πρέπει να διαμορφώσουμε ένα γλωσσικό ιδίωμα που να λαμβάνει υπόψη - του την ιδιομορφία του μέσου και την ιστορική-του θέση.
Στα κεφάλαια που ακολουθούν σκοπεύουμε να δείξουμε τις επεξεργασίες που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στον τομέα αυτό. Αρχικά μπορεί να δοθεί η εντύπωση ότι παίρνουμε μια βαριά για να σπάσουμε ένα καρύδι` σε τελευταία ανάλυση όλοι ξέρουν τι σημαίνει να βλέπεις τηλεόραση. Ασφαλώς` και είναι η οικειότητα που έχουμε με την τηλεόραση, η κεντρική-της θέση στην κουλτούρα-μας, που την κάνει τόσο σπουδαία, τόσο συναρπαστική μα και τόσο δύσκολη να αναλυθεί. Είναι μάλλον σαν τη γλώσσα που μιλάμε: δεδομένη αλλά και πολύπλοκη, και ζωτικής σημασίας για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος δημιούργησε τον κόσμο- του. Πραγματικά, η ομοιότητα του τηλεοπτικού λόγου με την ομιλούμενη γλώσσα εξηγεί το ενδιαφέρον-μας για τον επικοινωνιακό ρόλο που παίζει η τηλεόραση στην κοινωνία. [. . .]
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]