Ο ήρωας του βιβλίου, συγγραφέας, μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στη γραφή και την ερωτική αναζήτηση. «Ζω σ’ ένα διασαλευμένο σύμπαν, ανήμπορος και υπόλογος μπροστά σε κρατικούς, κομματικούς, λογοτεχνικούς θρησκευτικούς σχηματισμούς. Δεν βλέπω τι άλλο μου μένει απ’ το να γράφω», εξομολογείται. Γράφοντας, δεν παραλείπει να μας μυήσει στο μυστήριο της συγγραφής και στο άλλο μυστήριο, το μεγάλο, του έρωτα. Η Πέρσα, παρ’ ότι τον αποκρούει συστηματικά, φωτογραφίζεται γυμνή ένα βράδυ αγκαλιά με το τελευταίο του μυθιστόρημα. «Η μεγαλύτερη παραχώρηση που μου έκανε και η μεγαλύτερη τιμή που έγινε σε βιβλίο μου», σχολιάζει ο ίδιος πικρόχολα. Για το «σινάφι των συγγραφέων» ο ήρωας λέει χαρακτηριστικά: «συγγραφείς χωρίς χιούμορ ανήκουν το κατεστημένο, το υπηρετούν και το διαιωνίζουν». Χωρίς να χάνει ο ίδιος το χιούμορ του, αντιμετωπίζει στωικά τις δυσκολίες, απ’ όπου κι αν προέρχονται, άλλοτε κυνηγημένος, άλλοτε απογοητευμένος ερωτικά, μόνος μ’ ένα κουτάβι στην αγκαλιά ή μ’ ένα μοιραίο πιάτο σμυρναίικα σουτζουκάκια στο τραπέζι, όσο στραβά κι αν πηγαίνουν τα πράγματα, βρίσκει τρόπο να το διασκεδάζει. «Χωρίς τον έρωτα η ζωή μου δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα, ανύπαρκτη θα την έλεγα και όχι χαμένη», ξεκαθαρίζει απ’ την αρχή· κι ο έρωτας σηματοδοτεί την πορεία του, τον λυτρώνει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]