Η ιδέα και η ώθηση ν` αναλάβω τη συστηματική ερευνητική εξέταση της πορείας και εξέλιξης της θρησκευτικής αγωγής στην Ελλάδα του 19ου αιώνα οφείλεται σε δυο κυρίως λόγους. Ο πρώτος λόγος υπήρξε το ενδιαφέρον, το οποίο μου προκάλεσε το πλούσιο και σχεδόν ανεξερεύνητο υλικό, το αναφερόμενο στην οργάνωση της θρησκευτικής αγωγής δια μέσου του σχολικού-εκπαιδευτικού συστήματος αμέσως μετά την απελευθέρωση μέρους των ελληνικών εδαφών από τους Τούρκους και την ίδρυση του `Βασιλείου της Ελλάδος`. Το ενδιαφέρον αυτό μου δημιουργήθηκε κατά τη μελέτη και ανάλυση σχετικών πρωτογενών πηγών, που πραγματοποιήθηκε κατά τη σύνθεση ιδίως του πρώτου κεφαλαίου της διδακτορικής μου διατριβής. Η ανάγκη δηλαδή να εκθέσω και ν` αξιολογήσω τους λόγους για τους οποίους η θρησκευτική αγωγή εισήχθη ως ιδιαίτερο μάθημα στα σχολικά αναλυτικά προγράμματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, με οδήγησε σ` ένα ανεξερεύνητο ή εν πάση περιπτώσει ανεπαρκώς ερευνηθέντα στο παρελθόν χώρο. [...]
Ο δεύτερος λόγος, ο οποίος με ώθησε ν` αναλάβω την εκπόνηση ερευνητικού έργου, τ` αποτελέσματα του οποίου δημοσιεύονται στον παρόντα τόμο, υπήρξε η συνεργασία μου με το `Ίδρυμα Ερευνών για το Παιδί `Σπύρος Δοξιάδης``. Η συνεργασία μου με το Ίδρυμα άρχισε στο τέλος του έτους 1988 και διακόπηκε λίγο μετά το θάνατο του ιδρυτή και διευθυντή του ιδρύματος αείμνηστου καθηγητή Σπύρου Δοξιάδη. Ο Σπύρος Δοξιάδης, με την υπόδειξη και τη σύσταση του καθηγητή του τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, μου ανέθεσε την εκπόνηση του έργου που αφορούσε το ερευνητικό πρόγραμμα με τον τίτλο: `Η στάση της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στο Παιδί από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως το 1922`. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]