Στην Εξόδιο Ακολουθία αναφέρεται: `Πως ψυχή εκ του σώματος, βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας, και της συμφυΐας, ο φυσικώτατος δεσμός, θείω βουλή μάτι αποτέμνεται`. Η τραγωδία του θανάτου έγκειται, κατά τον ψαλμωδό, σε αυτήν ακριβώς τη βίαιη τομή του ψυχοσωματικού δεσμού· όσο η ανθρώπινη φύση είναι αρραγής, τότε η ενότητά της δεν διακυβεύεται και οι λειτουργίες της νοερές, έλλογες και αισθητικές δεν απειλούνται. Τι συμβαίνει όμως όταν λύεται η ψυχοσωματική ένωση; Ποια είναι η κατάσταση της νοητικής, λογικής και αισθητικής λειτουργίας της ψυχής;
Μένει η ισχύς των δυνάμεων αυτών αναπαλλοτρίωτη στην ψυχή του ανθρώπου μετά θάνατον ή συνεκχωρείται με το σώμα στο θάνατο;
Είναι η αίσθηση, ο νους και ο λόγος χαρακτηρολογικά ιδιώματα μόνο του σώματος για να απειλούνται με αφανισμό δια του θανάτου;
Μπορεί η ψυχή και καθεαυτήν και μετά σώματος να εννοεί, να λογίζεται και να αισθάνεται; Είναι επιτρεπτό στα όρια της ορθόδοξης ανθρωπολογίας να δεχθούμε ύπαρξη και συνέχεια ζωής χωρίς νόηση, χωρίς λογική και προπάντων χωρίς αισθήσεις; Από αυτό ακριβώς το σημείο εκκινεί η μελέτη μας, η οποία επιχειρεί να διερμηνεύσει την πέραν του τάφου υπαρκτική κατάσταση του όντος, όπως αυτή παρουσιάζεται στη νεκρώσιμη ακολουθία της Εκκλησίας. Ο συγγραφέας, αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του εγχειρήματος, το ενδεχόμενο αστοχίας· η αγωνία όμως είναι μεγάλη για να παραιτηθεί. Άλλωστε, το μόνο που επιθυμεί είναι απλώς να ρίξει λίγο φως `στο πιο σκοτεινό από τα σκοτάδια που είναι για όλους εμάς ο θάνατος`, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Σαίξπηρ στον Μάκβεθ.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]