(. . .) Το βιβλίο αυτό προσφέρεται ως μια `νοερή ξενάγηση στον τόπο και το χρόνο`. Ταυτόχρονα ευελπιστεί να μεταδώσει την απέραντη συγκίνηση που νιώθει όχι μόνον ο αρχαιολόγος ή ο ιστορικός της τέχνης, αλλά και ο φιλότεχνος, όταν ανατρέχει στην ιστορία των συγκεκριμένων μοναδικών έργων της ελληνικής τέχνης, τα οποία, μολονότι αρχικά ήταν προορισμένα να τιμούν θεούς, ήρωες ή αφηρωϊσμένους ανθρώπους, βρέθηκαν μερικούς αιώνες μετά τη δημιουργία τους να δοξάζουν ένα από τα σπουδαιότερα μουσεία του κόσμου. Αν λοιπόν, η αναδρομή στο παρελθόν του Λούβρου θίξει, για ευνόητους λόγους, τα συναισθήματα του Έλληνα αναγνώστη, σπεύδω να τονίσω ότι αυτή στοχεύει μόνο στην αντικειμενική εξιστόρηση της ζωής των ελληνικών αρχαιοτήτων των οποίων, άθελά τους, οι τύχες συνδέθηκαν με το χώρο που τις φιλοξενεί, μακριά από την πατρίδα τους.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]