Η τέχνη της ελληνιστικής περιόδου -από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι την κατάκτηση των Ρωμαίων- περιλαμβάνει έναν τέτοιο πλούτο μορφών και μια τεράστια ποικιλία εκφράσεων, που καθιστά τον καθορισμό των ορίων και του χαρακτήρα της σχεδόν αδύνατο. Η τέχνη, η οποία δεν είναι πλέον συνδεδεμένη με την έννοια της πόλης, ούτε και με την προσωπικότητα των μοναρχών, χαρακτηρίζεται από μια ολοένα πιο έντονη ιδιαιτερότητα που εκδηλώνεται ως επί το πλείστον στην ανάπτυξη του πορτρέτου. Ο πολλαπλασιασμός των αστικών και πολιτιστικών κέντρων, καθώς και η άνοδος μιας πλούσιας τάξης εμπόρων οδήγησαν στην δημιουργία νέων μεγαλειωδών μνημείων και πολυτελών ιδιωτικών κτισμάτων. Η ζωγραφική εκφράζει μια ιδιαίτερη ευαισθησία για το χώρο και το φως, και εμπλουτίζεται με νέα θεματογραφία: τα ζώα και το τοπίο, καρπούς της λεπτομερούς παρατήρησης της πραγματικότητας. Στη γλυπτική, ήδη το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού εκδηλώνει με το έντονο πάθος του μια τάση διαχωρισμού από την ισορροπία της Κλασσικής εποχής, η οποία κορυφώνεται, κατά το 2ο αιώνα π.Χ., με το Μεγάλο Βωμό της Περγάμου και τη γλυπτική σε μάρμαρο. Παρ` όλα αυτά, η ελληνιστική τέχνη δεν λησμονεί ποτέ τη μεγάλη διδαχή του κλασικισμού. Μέσα από αυτήν ο θεμελιώδης ουμανισμός του ελληνικού γένους θα διατηρηθεί για αιώνες, μέχρι την Αναγέννηση.