Γνώρισα τον Γιώργο Καλογερόπουλο τη δεκαετία του `70, όταν ήμασταν φοιτητές σε γειτονικά κολέγια στα βόρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Σα νεαρός άντρας, ο Γιώργος είχε αυτό που μπορώ να περιγράψω ως μια ιδιαίτερη ευαισθησία και ικανότητα για σκέψη και συναίσθημα που ήταν την εποχή εκείνη σπάνιο για άτομο της ηλικίας του. Ήταν περίπου είκοσι χρόνων, καινούργιος στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον πολιτισμό τους, κουβαλώντας μαζί του μια αληθινή εκτίμηση τόσο για τις αντιθέσεις όσο και για τις ομοιότητες μεταξύ του νέου τόπου και του τόπου που είχε αφήσει πίσω του. Εκείνο που θυμάμαι καθαρά ήταν η μεγάλη του αγάπη για την Ελλάδα και σαν ξένος στη χώρα αυτή, οι απόψεις του συνδύαζαν μια ανοιχτόμυαλη περιέργεια και μια υγιή δυσπιστία στις απλοϊκές απαντήσεις. Πάντα αμφισβητούσε και εξέταζε τόσο τις δικές του απόψεις όσο και αυτές των άλλων.
Οι φωτογραφίες αυτής της έκθεσης τραβήχτηκαν κατά τη διάρκεια της διαμονής του καλλιτέχνη στα βόρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, στη συνέχεια κατά την περίοδο που ήτανε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και από τα ταξίδια επιστροφής του στην πατρίδα, στην Ελλάδα. Η έκθεση μπορεί να θεωρηθεί ως ένα χρονικό των εμπειριών του καλλιτέχνη. Ακριβώς όπως θα διάβαζε κανείς αποσπάσματα από ένα ημερολόγιο, κάθε φωτογραφία αποτελεί ένα κομμάτι της ζωής του. Σε κάθε φωτογραφία βλέπει κανείς μια αντανάκλαση και του ξένου και του ντόπιου - μία οπτική από έξω κοιτάζοντας προς τα μέσα. Αυτή η αίσθηση της `διαφορετικότητας` ή της μοναξιάς, που τόσο συχνά προέρχεται από την οπτική γωνία του ξένου, επαναλαμβάνεται επίσης όταν ο καλλιτέχνης επιστρέφει σπίτι του με μια νέα άποψη γι` αυτό που του είναι οικείο. Είναι αυτό το αυλό πράγμα που προσδίδει δηκτικότητα σ` αυτές τις φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες έχουν μια κινηματογραφική αφηγηματική αισθητική, αναμφίβολα γεννημένη από την αγάπη του καλλιτέχνη για τον Κινηματογράφο, που επιτρέπει στο θεατή να συμπληρώσει την ιστορία της κάθε εικόνας, πάντα όμως διακριτικά καθοδηγούμενος από την οπτική του καλλιτέχνη. Μ` αυτόν τον τρόπο, μοιάζουν με φωτογραφίες πλατό από μια χαμένη ταινία.
Ο ίδιος ο καλλιτέχνης περιγράφει το έργο ως αποτελούμενο από τρία μέρη. Στα λόγια τα δικά του, `Το Ταξίδι`, `Αμέρικα, Αμέρικα` και `Πατρίδα`. Στοιχεία από τα τρία στάδια είναι ορατά - μία πολύ συγκεκριμένη οπτική ενός νεαρού άνδρα μακριά από την πατρίδα του, ο οποίος εξερευνά την εμπειρία του με μια κάμερα στο χέρι. Οι φωτογραφίες ξεκινάνε χρονολογικά από τα βόρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Αυτές οι εικόνες παραπέμπουν στην αίσθηση απομόνωσης ενός ανθρώπου, ο οποίος, όταν βρίσκεται σε μια ξένη χώρα, αναζητά το οικείο, το γνώριμο. Καθώς ο καλλιτέχνης μετακινείται στο Μανχάταν, οι φωτογραφίες αντανακλούν μια απεραντοσύνη η οποία αντανακλά την απεραντοσύνη της ίδιας της πόλης. Ο φωτογράφος περιπλανιέται στους δρόμους της Νέας Υόρκης, καταγράφοντας προσεκτικά τις εντυπώσεις του με τη μοναδική ματιά ενός νεοφερμένου. Σε αντίθεση, οι φωτογραφίες του στην Ελλάδα περιέχουν μια αίσθηση άνεσης και οικειότητας που εκφράζουν την αγάπη για την πατρίδα, που είναι ένα παγκόσμιο συναίσθημα. Η τραχύτητα του Μανχάταν, οι κρύες και λιτές φωτογραφίες της Πολιτείας της Νέας Υόρκης αντικαθίστανται από πιο οικείες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σχεδόν ρομαντικές εικόνες της Ελλάδας και των ανθρώπων γύρω του. Κάθε φωτογραφική φάση των ταξιδιών του καλλιτέχνη γίνεται ένα απόσπασμα από ένα ρευστό βίωμα που παρουσιάζεται στις μεμονωμένες αυτές φωτογραφίες.
Οι εικόνες είναι συχνά αυστηρές, αλλά θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε αυτή την αυστηρότητα απλά ως λειτουργία της ασπρόμαυρης διαδικασίας. Με τη χρήση προσεκτικής σύνθεσης, τη μεταβλητή εστίαση του φακού και την αντίθεση, ο καλλιτέχνης ορίζει μια συναισθηματική θερμοκρασία και παλμό, που δρουν με τον ίδιο τρόπο που η μουσική επηρεάζει την ατμόσφαιρα. [...]