Στο δεύτερο μέρος του "Είναι και χρόνος" (η μετάφραση του πρώτου μέρους κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δωδώνη το 1978) ο Martin Heidegger εμπλουτίζει και προεκτείνει την ανακάλυψη η οποία υπήρξε το κορυφαίο επίτευγμα του πρώτου μέρους: ότι το Είναι του ανθρώπου είναι η μέριμνα. Κατά πόσο χαρακτηρίζει αυτή η έννοια ολόκληρο τον άνθρωπο, από την αρχή έως το τέλος του; Για να απαντήσει σ` αυτή την ερώτηση ο Χάιντεγγερ καταπιάνεται με το "τέλος" του ανθρώπου, που είναι ο θάνατος.
Μέσα στον καθημερινό τρόπο διαβίωσης οι άνθρωποι ζουν κατά το πλείστον αναυθεντικά. Ξεχνούν τον επικείμενο θάνατό τους και αδιαφορούν για μια βαθύτερη γνωριμία με τον εαυτό τους. Υπάρχει ωστόσο κατά κοινή ομολογία μια "φωνή", η ηθική συνείδηση, που τεκμηριώνει τη δυνατότητα αυθεντικής ύπαρξης. Ο Χάιντεγγερ αποφαίνεται ότι εάν ακουστεί κατά βάθος, αυτή η φωνή καλεί τον άνθρωπο να προσεγγίσει τον εαυτό του και να υπάρξει αυθεντικά.
Το τρίτο μεγάλο θέμα που επεξεργάζεται εδώ ο γερμανός στοχαστής, είναι ο χρόνος. Παραμερίζεται η κοινή αντίληψη ότι τα ανθρώπινα όντα ζουν και πεθαίνουν "μέσα" στον χρόνο, αναιρείται η καθιερωμένη αντίληψη ότι ο χρόνος είναι απέραντος, και ανακαλύπτεται η άμεση συνάρτηση του χρόνου με το πεπερασμένο ανθρώπινο Είναι.