Ανεξάρτητα από αν το έγκλημα συνίσταται σε μια συμπεριφορά που θίγει θεμελιώδεις πολιτειακές, κοινωνικές και ηθικές αρχές σε έναν ορισμένο τόπο, μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή αντίθετα, σε συμπεριφορά που απειλεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, η οποία -άρχουσα τάξη- έχει διαμορφώσει στα μέτρα της τα προστατευόμενα έννομα αγαθά (πόλοι ανάμεσα στους οποίους κινείται η σύγχρονη εγκληματολογική θεωρία), το έγκλημα αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο.
Από το φαινόμενο αυτό δεν μπορούσε να απαλλαγεί και το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος. Η βυζαντινή κοινωνία δεν ήταν κοινωνία αγγέλων.
Οι παραβάτες τόσο του ανθρώπινου όσο και του θείου νόμου, που -τους τελευταίους αυτούς- οι ιδιόμορφες σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας μετέβαλαν σε εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, βρίσκονταν παντού: Από τα άδυτα των βασιλικών κοιτώνων ως τις σκοτεινές κρύπτες των μοναστηριών από τις θορυβώδεις αγορές των πολυάνθρωπων πόλεων ως τις ταπεινές φτωχογειτονιές τους· από τους δημόσιους δρόμους, όπου ληστές έστηναν ενέδρες στους ανύποπτους ταξιδιώτες μέχρι τα σκλαβοπάζαρα με το ύποπτο ανθρώπινο εμπόρευμά τους.
Σε όλες τις παραπάνω μορφές αντικοινωνικής δράσης διατήρησαν οι Βυζαντινοί τις περιπτωσιολογικές ρυθμίσεις του ρωμαϊκού δικαίου και έδειξαν αξιοζήλευτη επινοητικότητα ως προς τη διάπλαση της αντικειμενικής υπόστασης των επιμέρους εγκλημάτων, προσπαθώντας να καλύψουν όλες τις πτυχές της νομικής καθημερινότητας. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]