Κατά τις έντεκα ήταν en route. Τα κορίτσια περπατούσαν μπροστά με καλάθια, σε ένα μακρύ μονοπάτι του δάσους· ο Nταίηβιντ περπατούσε πίσω με τον γέρο, κουβαλώντας μια πτυσσόμενη μπλε σαιζ-λονγκ με αλουμινένιο σκελετό - ένα φορητό καναπέ για ηλίθιους, όπως την αποκάλεσε ταπεινωτικά ο Mπρήσλεϋ, όμως το Ποντίκι είχε επιμείνει να την φέρουν. Περπατούσε με ένα παλτό στο χέρι, έναν φανταχτερό παλιό παναμά με φαρδύ γείσο στο κεφάλι, συμπαθητικά αρχοντικός, δείχνοντας με το μπαστούνι του σκιές, φώτα, ιδιαίτερες προοπτικές αξίες του δικού του δάσους. Η επίσκεψη είχε πάρει την άδεια να επιστρέψει στον πραγματικό της σκοπό. Η σιωπή, η μάλλον περίεργη απουσία πουλιών· πως μπορούσε κανείς ν` αποδώσει τη σιωπή με χρώματα; Το θέατρο σήμερα, δεν είχε προσέξει ο Νταίηβιντ την ποιότητα της άδειας σκηνής;