Αρκετές σκηνές μπορούν να παιχτούν από τους ίδιους ηθοποιούς. Επίσης, μπορούν να μην ακουστούν όλες οι φωνές στη Δεύτερη Πράξη. Μπορούν να γίνουν κοψίματα στο πρώτο μέρος της Δεύτερης Πράξης: εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα των φωνών και τα παράλογα σχόλιά τους.
Ο σκηνοθέτης μπορεί να επιλέξει αυτά που του αρέσουν. Θα πρέπει, όμως, να επιτύχει όσο το δυνατόν στερεοφωνικούς ήχους. Στη Δεύτερη Πράξη καλό θα είναι να εμφανιστούν όσο γίνεται περισσότερες σιλουέτες πέρα από το παράθυρο, σαν θέατρο εν θεάτρω. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, κατά την έναρξη της Δεύτερης Πράξης είναι απαραίτητο να ακουστούν φωνές και ήχοι στην άδεια σκηνή, τουλάχιστον για λίγα λεπτά, για να καταδείξουν και να τονίσουν την ατμόσφαιρα δρόμου και πόλης. Αυτοί οι ήχοι ακούγονται στο τέλος της Πρώτης Πράξης, σβήνουν μετά την άφιξη του Μπερανζέ και επανέρχονται στην έναρξη της Τρίτης Πράξης, για να σβήσουν στο τέλος.
Επίσης, μερικά κοψίματα μπορούν να γίνουν στην Πρώτη Πράξη, ανάλογα με τη δύναμη του ηθοποιού που υποδύεται τον ρόλο και τη φυσική του ικανότητα να τον `διεκπεραιώσει`. Ο λόγος του Μπερανζέ στον Δολοφόνο, στο τέλος του έργου, είναι από μόνος του μονόπρακτο. Το κείμενο πρέπει να ερμηνευτεί κατά τρόπο που να δείχνει τη βαθμιαία κατάρρευση του Μπερανζέ και την κενότητα της μάλλον τετριμμένης ηθικής του, που ξεφουσκώνει σαν τρύπιο μπαλόνι. Στην ουσία, ο Μπερανζέ βρίσκει μέσα του, και χωρίς να το θέλει, επιχειρήματα υπέρ του Δολοφόνου.