Κατά βάση το έργο τέχνης ήταν πάντα αναπαραγώγιμο. Ό,τι έφτιαξαν άνθρωποι, μπορούσαν πάντα να το απομιμηθούν άνθρωποι. Η ανάπλαση αυτή γινόταν από μαθητές για να εξασκηθούν στην τέχνη, από δάσκαλους για τη διάδοση των έργων, και τέλος από διψασμένους για κέρδος τρίτους. Αντίθετα, η τεχνική αναπαραγωγιμότητα του έργου τέχνης είναι κάτι το καινούργιο, που καθιερώνεται στην ιστορία κατά διαλείμματα και με ώσεις που απέχουν χρονικά πολύ η μία από την άλλη, αλλά με όλο και μεγαλύτερη ένταση.
[...] Ακόμα κι από το πιο τέλειο αντίγραφο λείπει ένα πράγμα: το "εδώ" και "τώρα" του έργου τέχνης -η ανεπανάληπτη παρουσία του στον τόπο, στον οποίο βρίσκεται. Αλλά αυτή ακριβώς η ανεπανάληπτη παρουσία, και μόνον αυτή, ήταν το αντικείμενο της ιστορίας ενός δεδομένου έργου τέχνης κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του. Στην ιστορία αυτή ανήκουν τόσο οι αλλοιώσεις, που έπαθε η φυσική δομή του, στο πέρασμα του χρόνου, όσο και οι εναλλασσόμενες ιδιοκτησιακές σχέσεις στις οποίες ενδεχομένως ενεπλάκη. [...]
(Απόσπασμα από το δοκίμιο "Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του")