Ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968) μπορεί ίσως να θεωρηθεί ως η πιο εμβληματική από τις πνευματικές μορφές του ελληνικού Μεσοπολέμου. Και τούτο επειδή συγκαταλέγεται αναμφίβολα στους δημιουργούς εκείνους που ξεπερνούν κατά πολύ, μαζί με τα γεωγραφικά όρια του τόπου τους, και τους αυστηρά προκαθορισμένους τομείς της ειδικότητας τους. Δεν νομίζω πως υπάρχει αμφιβολία ότι ο Πικιώνης ανήκε στις σύνθετες προσωπικότητες, τις αποκαλούμενες αναγεννησιακές. Δεν ήταν δηλαδή μόνο ο ιδιοφυής αρχιτέκτων, ο οποίος κατόρθωσε να μπολιάσει την ελληνική παράδοση με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ούτε μόνο ο προικισμένος ζωγράφος που πειραματιζόταν γόνιμα πάνω στις απεριόριστες δυνατότητες του εικαστικού λόγου και στη δυναμική της έκφρασης. Δεν ήταν μόνο ο εμπνευσμένος δάσκαλος με τη σπάνια ικανότητα να συλλαμβάνει και να αναμεταδίδει τα μηνύματα της πρωτοπορίας από τον διεθνή χώρο. Ούτε μόνο ο σοφός μελετητής ο οποίος, αντλώντας πολύτιμα διδάγματα από τον λεγόμενο λαϊκό πολιτισμό, εμπέδωνε τις άφθαρτες αξίες εθνικών υποδειγμάτων. Ήταν κυρίως ένας συνδετικός κρίκος, ο συνεκτικός μάλλον ιστός που συνάρθρωνε ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η Ελλάδα, και μάλιστα σε καθόλου εύκολους καιρούς. Στον θαυμαστό ανθρωπινό κόσμο του ο Καζαντζάκης συναντούσε τον Κόντογλου και ο Παρθένης τον Σικελιανό, ο Μπουζιάνης τον Πεντζίκη και ο Δούκας τη Χατζημιχάλη, ο Παπαλουκάς τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και ο Διαμαντόπουλος τον Τσαρούχη, ο Καΐμης τον Στέρη και ο Τλούπας τον Καπράλο. Το Μουσείο Μπενάκη καταβάλλει εκ πεποιθήσεως συστηματικές προσπάθειες προκειμένου να αποτίσει τον οφειλόμενο φόρο τιμής σε όσους τίμησαν τον τόπο μας. Ακριβώς επειδή πιστεύει πως έτσι συμβάλλει στη διάσωση των περιουσιακών μας στοιχείων. Θα ήταν, συνεπώς, αδιανόητο να μην τιμήσει και τον Δημήτρη Πικιώνη. Να μην κάνει ό,τι μπορεί για να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη του και η σημασία της προσφοράς του στη συνείδηση της νεότερης κυρίως γενιάς.
Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα μιας εκθέσεως η οποία θα επέτρεπε στον επισκέπτη να παρακολουθήσει την κοπιώδη διαδρομή του Πικιώνη μέσα από το ανάπτυγμα της δημιουργίας του. Έναν συνεχή δηλαδή αγώνα για την κατάκτηση της φόρμας τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στη ζωγραφική, στην εκφορά του ελληνικού λόγου και στην εκπλήρωση της κοινωνικής αποστολής. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]