...
Φαινόταν όμως και λίγο απόμακρη, λες και η τελευταία έγνοια που είχε φύγει από πάνω της είχε πάρει μαζί της και κάθε ενδιαφέρον της.
Σε πράγματα που τη ρώταγα, δικά της, καθημερινά, μου απαντούσε αφηρημένα, ή σήκωνε τους ώμους: "ξέρω κι εγώ;" ενώ δεν μπορεί να μην ήξερε. Κι όταν τη ρώτησα αν αγόρασε στη Θεσσαλονίκη κάτι για τον εαυτό της, με κοίταξε στα μάτια σκεφτικά και μετά μου είπε: "Αγόρασα ένα." "Τι;" της είπα. "Ένα πώς το λένε;" "Τι;" επέμενα. "Ένα αυτό, μωρέ, που βάζουμε...".
"Καλά, μου το λες του χρόνου", της είπα γελώντας. "Άντε να ντυθείς να βγούμε".
Κι ο Ηλίας όμως όταν βγήκαμε, μου έκανε κάποια νοήματα πως η Αύρα είχε αλλού το μυαλό της.
"Ασ` την? είναι κουρασμένη", του είπα.
Όμως δυστυχώς η Αύρα δεν ήταν κουρασμένη. Τουλάχιστον, δεν ήταν η κούραση που την απομάκρυνε απ` τη ζωή της.
...
Με το νέο αυτό βιβλίο της η μόνη βραβευμένη με το Μέγα Βραβείο της Ακαδημίας της Γαλλίας ελληνίδα συγγραφέας Ακακία Κορδόση, της οποίας τα διηγήματα οι Γάλλοι ακαδημαϊκοί έχουν παραλληλίσει με εκείνα του Τσέχοφ, πλουτίζει τη Λογοτεχνία με δύο ακόμα μορφές: την Αγγελική Χατζημέρη και την Αύρα.
Και οι δύο αυτές μυθιστορηματικές ηρωίδες, όπως και οι περισσότεροι ήρωες της Ακακίας Κορδόση, μπήκαν στη "ζωή" με αθόρυβα βήματα (η πρώτη από ταπεινοφροσύνη, η δεύτερη για να μην αποκαλύψει την πληγή της καρδιάς της από τον πρώτο της έρωτα) και κανείς δεν τις άκουσε, θα μείνουν όμως στη Λογοτεχνία και θα τις ακούμε για πάντα.
Η υπόγεια μουσική της εσωτερικής τους ζωής, που ξεφεύγει μέσα από σοφά επιλεγμένα από τη συγγραφέα ανοίγματα (φαινομενικά ασήμαντα γεγονότα και λεπτομέρειες) μας συνεπαίρνει, όπως πολύ εύστοχα είχε πει για τα διηγήματα της Ακακίας Κορδόση η Ζακλίν ντε Ρομιγύ.