Σχεδόν κάθε θεατρικό έργο είναι ένα είδος παλίμψηστου: γραφές στοιβάζονται πάνω σε γραφές, η μια σβήνει την άλλη, αλληλοκαλύπτονται, διορθώνουν, βελτιώνουν ή χειροτερεύουν, στοχεύουν και αστοχούν, επιτυγχάνουν ή ματαιοπονούν, γοητεύουν και απογοητεύουν, και αυτή την πορεία της αλληλουχίας των γραφών ακολουθούν και συνοδεύουν σημειώσεις, παρατηρήσεις, σχολιασμοί, σκέψεις αποσπασματικές και προσχέδια πιο οργανωμένα. Και πάνω στην τελευταία γραφή ακολουθούν άλλες «γραφές», ερμηνευτικές και σχολαστικές, σκηνοθετών και μελετητών, ηθοποιών και αναγνωστών, ακολουθούν θεατρικές παραστάσεις και μοναχικά διαβάσματα, και το έργο ξαναγράφεται και ξαναγράφεται, ώσπου θα μείνει στην απέραντη αποθήκη της μνήμης μια εντύπωση, στον καθένα με κάπως διαφορετικό τρόπο, που σμιλεύεται μέσα στο χρόνο σε μια ανθεκτική κι εύληπτη μορφή. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]