οι στίχοι είναι σαν τα γκρεμόχορτα·
κρατούν τον τόπο με τις ρίζες τους
και κλείνουν τους ψιθύρους του στα κλώνια
[...]
οι αχτίδες της αυγής γύρω απ` το σώμα
κι ο ίσκιος του πιστό σκυλί
κουλουριάστηκε μέσα του και τρέμει
[...]
φόρεσε στο τραπέζι λαστιχένιες μπότες
και το τραπέζι χάθηκε στη νύχτα
κάτι ψιθύριζε η βροχή στη γραφομηχανή του
[...]
αγαπήθηκαν όλη νύχτα· τα χαράματα
γέμισε το δωμάτιο πουλιά
τα έπιπλα γίνανε πάλι δέντρα
[...]
πέθαναν για να ζήσουν οι άλλοι·
με τον καιρό όμως πέθαναν οι άλλοι
κι επέζησαν οι νεκροί
[...]
Μετά από τριάντα δύο χρόνια παρουσιάζει ξανά ποιητική του δουλειά στην Ελλάδα, ο πολυγραφότατος Κωστής Παπακόγκος, που εξαιτίας της δικτατορίας του 1967 εγκατέλειψε τη χώρα του και εγκαταστάθηκε στη Στοκχόλμη. Τα "Γκρεμόχορτα" εκδόθηκαν στα σουηδικά το 1984 και παρουσιάζονται σήμερα για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα. Ο σουηδικός τύπος και οι κριτικοί λογοτεχνίας υποδέχτηκαν το βιβλίο με επαίνους, όπως έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει ο αναγνώστης της έκδοσης στο επίμετρο του βιβλίου.
Τρίστιχα ανεξάρτητα ποιήματα που διατηρούν ωστόσο ένα ισχυρό συνδετικό ιστό μεταξύ τους. Μια γλώσσα καθαρή με άξονα την Ελλάδα, τα τοπία της, τους ανθρώπους (ζωντανούς ή νεκρούς) και τις τραγικές ιστορικές μνήμες που ήρθαν να βαρύνουν το παρόν μας. Τα "γκρεμόχορτα" του τίτλου της συλλογής, αγριόχορτα που φυτρώνουν στις άκρες των βράχων, στους γκρεμούς, παραπέμπουν σε ανθρώπους ανεξάρτητους, ελεύθερους και ταπεινόφρονες.
Με λιτό τρόπο, μέτρο, ακριβή προσδιορισμό των κατάλληλων λέξεων και φράσεων, ο Παπακόγκος πλάθει τις εικόνες του, αξιοποιεί τα στοιχεία του μύθου, κεντρίζει με χιούμορ και καυστικό λόγο τα θέματά του, καταθέτοντας από χρόνια μια δικιά του εκδοχή της ποίηση, ένα είδος ελληνικού "χάι κου", που θα μπορούσε, περισσότερο συγγενές στα δικά μας ήθη, να λειτουργήσει ως μοντέλο ποιητικής οικονομίας.
("Μανδραγόρας")