Το 1891, αν και «σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις έχει πια στραφεί προς την ψυχοπαθολογία», ο Freud τολμά να ξιφουλκήσει εναντίον των μεγαλύτερων ονομάτων της νευρολογίας. Το Για την ερμηνεία των αφασιών είναι το πρώτο του βιβλίο. Η εμπορική του αποτυχία θα τον απογοητεύσει οικτρά. Πολλοί πιστεύουν - εντελώς απλοϊκά - πως μετά την αποτυχία αυτήν εγκατέλειψε το παιχνίδι και η νευρολογική του φλέβα στέρεψε. Το βιβλίο αυτό, που έχει θέμα το λόγο και τις διαταραχές του, αγνοήθηκε από τους ψυχαναλυτές ως κάτι που δεν τους αφορούσε. Στην Αγγλία μεταφράζεται μόλις το 1953, στη Γαλλία το 1893, ενώ στην Ελλάδα φτάνει με καθυστέρηση ενός αιώνα. Και όμως, πρόκειται για ένα κομβικό έργο που τονίζει την ενότητα και τη συνέχεια της σκέψης του: ο Freud-νευρολόγος και ο Freud-ψυχαναλυτής είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, που καθοδηγείται από το πάθος του για την αναζήτηση των μυστικών του εγκεφάλου. Στο βιβλίο αυτό ο Freud ακονίζει τα εργαλεία που θα χρησιμοποιήσει συστηματικά στη συνέχεια, έννοιες και όρους της κλασικής νευρολογίας και της εξελικτικής ορολογίας του Jackson που θα φανούν εξαιρετικά οικείοι στους αναγνώστες των ψυχαναλυτικών κειμένων. «Χωρίς την ακριβή γνώση και αναγνώριση της εργασίας αυτής», λέει ο J. Nassif, «δεν είναι δυνατή ούτε η ιστορική ούτε η ερμηνευτική κατανόηση των φροϋδικών θεωριών. Η θεωρία του Freud για την αφασία είναι εκείνη που μόνη επέτρεψε την κατασκευή ενός οργάνου της ψυχής, νευρολογικού με την αληθινή έννοια του όρου, έστω και αν περιορίζεται στη γλώσσα, και μάλιστα μόνο στην ομιλία». Διότι «το πρώτο όργανο της ψυχής δεν είναι εκείνο του Προσχεδίου, αλλά αυτό που παρουσιάζεται εδώ».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]