Πέρα απ` τη μουσική -και ιδιαίτερα τα πανέμορφα «σόλο» του όπου δεν ερμηνεύει, απλώς, μα αναδημιουργεί τους δημοτικούς μας σκοπούς- ελάχιστα πράγματα γνωρίζω για το μεγάλο μάστορα του κλαρίνου Καρακώστα, που «ξύπνησε τη λεβεντιά του κόσμου», όπως θάλεγε ο Κωστής Παλαμάς («Του βιολιστή του Μπαταριά το εγκώμιο»). Αν και έλαμψε, για πάνω από μισόν αιώνα, στο στερέωμα της Δημοτικής μουσικής, φαίνεται άγνωστος για τους βιογράφους. Όσοι δε εμπορεύονται το μεράκι του συγχέουν ακόμα καί τ`όνομά του: Αλλού τον λένε Νικόλα, αλλού Κώστα. Πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς οργανοπαίχτες. Αν και, εδώ, θα μπορούσε να είναι αδιάφορο διότι δεν κάνω τη βιογραφία του Καρακώστα -και «διπλός» να ήταν, τον ίδιο ρόλο θα έπαιζε στο ποίημα- πιστεύω πως αν συγκρίνει κανείς, ας πούμε, τη «Σβαρνιάρα» από το «Χρυσό κλαρίνο» με τη «Σβαρνιάρα» από τον δίσκο «Οι μεγάλοι του Δημοτικού τραγουδιού Νο Ι», εύκολα θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για την ίδια, ακριβώς, εκτέλεση.
Απαρατήρητος, βέβαια, πέρασε, ο Καρακώστας, και για κάποια ψωριάρα κι αρχοντοχωριάτισσα «κουλτούρα» που, όπως θάλεγε ο Π. Γιαννόπουλος, «επέταξε την φουστανέλλα προχθές... εφόρεσεν ευρωπαϊκά... και ευρέθη με μίαν μανίαν μίσους κατά των ιδικών της πραγμάτων και μίαν τραγικήν ξιπασιάν προ των ξένων... Ευρέθη αρπάζουσα με μανίαν αρχοντοχωριάτου κάθε λάμποντα ξένον τενεκέν...» («Η Ελληνική γραμμή»).
Ο Νικόλας (ή Κώστας...) Καρακώστας γεννήθηκε το 1881 (ή το 1885) στην Κρανιά των Τρικάλων. Η Κρανιά είναι δίπλα στο Χαλίκι, βουνό «κεφαλάρι» της Κάτω-Πίνδου, άπ` δπου πηγάζουν τρία μεγάλα ποτάμια: ο Αχελώος (Ασπροπόταμος), ο Πηνειός κι ο Άραχθος. Στα 11 χρόνια του βρέθηκε στο Δομοκό κι αργότερα στη Λαμία όπου δουλεύει από παιδί, και μέχρι το 1926, τσαρουχάς. Από μικρός μαθαίνει, μόνος του, κλαρίνο και, αργότερα παίζει, τα βράδια και τις γιορτές, σε γλέντια, γάμους και πανηγύρια. Ερμήνευσε και αναδημιούργησε αμέτρητα δημοτικά τραγούδια καί πέθανε, το 1955, παίζοντας, στον «Έλατο». Λένε, πώς το τελευταίο του «ταξίμι» ήταν το έξης: «Εγώ φτωχός γεννήθηκα, φτωχός και θα πεθάνω και `μερακλής` να γράφουνε στον τάφο μου επάνω». Δεν ξέρω αν το γράψαν αλλά τον θάψαν.