Βέρμιο, Σέριφος, Χαλκιδική, Αθήνα: μπορούν τοπία ιδιωτικών αναμνήσεων να γίνουν θέατρο ιστοριών που σε πολλούς θα θύμιζαν κάτι από τον εαυτό τους; Πώς αποστάζεται η ύλη ενός μυθιστορήματος για την παιδική ηλικία, τη μνήμη, τη γλώσσα των προσφύγων, για την αναπόφευκτη κάθοδο που είναι το δεύτερο μισό κάθε κορύφωσης; Στο σπονδυλωτό ποίημα `Βερμίου κατάβαση` η γλώσσα ξιφομαχεί με την ολισθηρότητα, επιχειρώντας να δώσει στην κάθοδο τον ρυθμό ενός έργου. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]