Η Αριστοφάνους `επίσκεψις` δεν θα είναι εύθυμη και ευφυολογούσα. Επειδή από τον Αριστοφάνη περιμένουμε κάτι πιο χαρωπό: την χάριν. Η κωμωδία, συχνά, είναι ο λυγμός του συγγραφέα που δεν μπορεί, ή δεν του επιτρέπεται, να γράψει τραγωδία. Στην κωμωδία, απόληξη είναι η τιμωρία κάποιου. Άφεση δεν υπάρχει. Ο Αριστοφάνης είδε την πατρίδα του Αθήνα να `αμαρτάνει` (με την αρχαία της έννοια η λέξη εδώ). Δοκίμασε, αρχικά, να αγνοήσει τη ροη της Ιστορίας. Ύστερα δοκίμασε να την ανακόψει (ουτοπία). Επιθύμησε την Ιστορία καθηλωμένη στη στιγμή της πλέον μεγάλης δόξας και νίκης του ανθρώπου, στον Χρυσούν Αιώνα. Ο Διόνυσος, μεταμφιεσμένος αξιοθρήνητα σε Ηρακλέα, κατεβαίνει στον Άδη για να ξαναφέρει στη γη τον Ευριπίδη, επειδή δεν υπάρχουν πλέον άξιοι δημιουργοί στο αθηναϊκό θέατρο. Έπειτα από συνάντηση με `Μύστες` και το χορό των Βατράχων και έπειτα από πολλές κωμικά περιπετειώδης παρεξηγήσεις, στο βασίλειο του Πλούτωνος διεξάγεται διαγωνισμός τραγωδίας ανάμεσα σε Ευριπίδη και Αισχύλο. Οι καιροί (405 π.Χ., η πτώση των Αθηνών) χρειάζονται ποιητές σαν τον Αισχύλο. Και αυτόν ανεβάζει στη γη ο Διόνυσος.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]