Ένας ανώτερος αξιωματικός του πυροβολικού γράφει καθημερινά στη γυναίκα του, σε όλη τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων του 1912-1913, 285 γράμματα σε 14 μήνες. Αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα από τη σκοπιά της καθημερινότητας, με συνεχή εναλλαγή του προσωπικού και του ιστορικού, του ταπεινού και του ηρωικού. Μοιράζεται μαζί της τη μοναξιά του μετώπου, αλλά και τις οριακές εμπειρίες του πολέμου. Τη μέθη των πρώτων ημερών της εξόρμησης στη Μακεδονία, την ανυπόφορη στασιμότητα του Ηπειρωτικού μετώπου, την ανήσυχη απραξία που δημιουργεί η επαφή με τους νέους γείτονες Βουλγάρους και Σέρβους και τέλος την πρωτοφανή σκληρότητα της καταδίωξης του βουλγαρικού στρατού. Σε έναν τόνο οικειότητας και αυθορμητισμού εκθέτει τις απόψεις του για πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, εκμυστηρεύεται τα αισθήματα, τους φόβους και τις φιλοδοξίες του, πασχίζει να διατηρήσει τον κρίκο της επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο αντίθετους κόσμους, την απανθρωπιά του μετώπου και τη γαλήνη της οικογενειακής ζωής.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]