Ένα σοβαρό ατύχημα σε μια επίσκεψή της στο Γκαίτινγκεν της Γερμανίας το 1988 ζωντάνεψε απειλητικά αναμνήσεις από το κατεξοχήν `ατύχημα` της ζωής της: το ναζισμό και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η Ruth Kluger δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει ή να εκπληρώσει τις προσμονές των αναγνωστών. Δεν ενδύεται το ρόλο του κατήγορου και του δικαστή, μα ούτε εμμένει στο θρήνο και τις αιτιάσεις. Κύριο μέλημά της δεν είναι, όπως θα περιμέναμε, η ιστορική ανασκόπηση, αλλά η σύγκρουση - διότι ομιλείν εστί ερίζειν. Η ευελιξία του πνεύματος που γεμίζει τις γραμμές αυτού του βιβλίου φαίνεται από το ότι η ίδια η συγγραφέας δεν μπορεί και δεν εννοεί να ησυχάσει.
Το αυτοβιογραφικό αφήγημα `Άρνηση μαρτυρίας` βρήκε ένα τέλος, οι σκέψεις όμως εξακολουθούν να τρέχουν: `Τα πάντα είναι πάλι ανοιχτά και ρευστά και πρέπει να βιαστώ να τελειώνω, ειδεμή ποιος ξέρει αν είναι αύριο ακόμη τα ίδια. Απόβλητα της νύχτας, ξεβρασμένα στην όχθη της αυγής: προκαταλήψεις, μίση, αυτολύπηση - ποιος ξέρει τι να ονειρεύτηκε. Ξυπνά κανείς σαν να κολυμπούσε στη Νεκρή Θάλασσα, η ψυχή του κολλάει αλάτι και χημικές ουσίες`. Κι αρχίζει η `επίπονη αναζήτηση των λέξεων της ημέρας για να ντύσεις τις νωπές σκέψεις του σκιόφωτος`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]