Η περίοδος του ελληνικού Εμφυλίου έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών και πολύ διαφορετικών θεωρητικών προσεγγίσεων. Από όποια πλευρά όμως κι αν προέρχονται, οι αναλύσεις αυτές εξακολουθούν να παραβλέπουν τις επιπτώσεις που τα ιστορικά γεγονότα είχαν γι` αυτούς που έζησαν τον πόλεμο και για τα παιδιά τους. Το βιβλίο αυτό επιχειρεί να μιλήσει για τα τραυματικά βιώματα τεσσάρων γυναικών που έζησαν τα γεγονότα της Αντίστασης και του Εμφυλίου είτε ως έφηβες είτε ως παιδιά, άμεσα οι ίδιες ή έμμεσα, μέσα από την εμπειρία των γονιών τους. Πρόκειται για έναν τρόπο προσέγγισης που τοποθετείται στο σημείο όπου τέμνονται η Ιστορία με την Υποκειμενικότητα, καταργώντας τη διάκριση ανάμεσα σε εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα, ενεργό και παθητικό υποκείμενο. Το υποκείμενο παράγεται μέσα από τη γλώσσα της αφήγησης καθώς αυτή προσπαθεί να κατασκευάσει ενεργητικά το παρελθόν ως μνήμη. Ο συνδυασμός αυτός της Ιστορίας με την ψυχαναλυτική θεωρία επιχειρεί να ανοίξει νέους δρόμους για την κατανόηση της πολιτικής ταυτότητας, κυρίως αυτών που επέμειναν ή και επιμένουν να ταυτίζονται με ηττημένα πολιτικά ιδανικά, την κοινότητα που καταστράφηκε και τους νεκρούς συντρόφους. Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας τις φροϋδικές έννοιες του πάθους και της μελαγχολίας, ενδιαφέρεται να εντοπίσει τις βαθύτερες επιπτώσεις που είχαν για τους ηττημένους του ελληνικού Εμφυλίου τα ιστορικά γεγονότα. Τα στοιχεία που παραθέτει κλονίζουν και μερικές φορές ανατρέπουν τις τρέχουσες επιστημονικές αλλά και ευρύτερα καθιερωμένες απόψεις. Και βέβαια αυτό που προκύπτει με σαφήνεια είναι ότι οι συνέπειες των γεγονότων αυτών εξακολουθούν να είναι παρούσες, αν μη τι άλλο στη μελαγχολική ταύτιση των νεότερων ανθρώπων, στοιχείο που οι σύγχρονοι πολιτικοί θεσμοί φαίνεται να έχουν εντελώς παραβλέψει ή να επιμένουν να αγνοούν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]