[...] Ένας από τους λόγους που η ενθύμηση της μάχης είναι διαφορετική για τον καθένα είναι ότι καμμιά μάχη δεν εξελίσσεται ποτέ σύμφωνα με το σχέδιο της. Καθένας, επομένως, πρέπει να είναι έτοιμος να αυτοσχεδιάσει όταν συμβεί το απροσδόκητο. Αναμφισβήτητα αυτή ήταν η περίπτωση στη γέφυρα του Γοργοποτάμου. Και η απροσδόκητη τύχη παίζει επίσης ένα ρόλο: καμμιά ανταρτική επιχείρηση δεν πέτυχε ποτέ χωρίς τύχη. Κανείς από όσους αναμίχθηκαν στο σχεδιασμό της επιχειρήσεως δε μπορούσε να είχε προβλέψει ότι η επίθεση στο βόρειο άκρο της γέφυρας θα αποδεικνυόταν πολύ πιο δύσκολη από εκείνη στο νότιο άκρο. Επομένως, αντίθετα προς την αρχική πρόθεση, ήταν καθαρή τύχη το ότι είχαμε τη μικρή εφεδρεία μας στη βόρεια πλευρά του ποταμού μάλλον παρά στη νότια πλευρά. Γιατί θα ήταν αδύνατο για την εφεδρεία να περάσει εγκαίρως τον ποταμό ώστε να ενεργήσει αποτελεσματικά εάν τα πράγματα εξελίσσονταν αντίθετα.
Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν ποτέ εύκολο να γραφεί ένας τελικός απολογισμός του τι ακριβώς συνέβη κατά την ιστορική νύχτα της επιθέσεως στην γέφυρα. Νέες ενθυμήσεις εξακολουθούν να έρχονται στο φως οι οποίες τροποποιούν τις λεπτομέρειες εδώ κι εκεί. Αλλά τώρα που έχουν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια από τη μάχη, οποιαδήποτε νέα στοιχεία τυχόν προκύψουν δε φαίνεται ότι θα επηρεάσουν τη βασική περιγραφή. Επομένως, ένας νέος λεπτομερής απολογισμός της επιχειρήσεως είναι επίκαιρος.
Ο Θεμιστοκλής Μαρίνος ήταν ένας από τους πρώτους δώδεκα αλεξιπτωτιστές που ρίφθηκαν στα Ελληνικά βουνά για να οργανώσουν την επίθεση στη γέφυρα. Ο δικός του απολογισμός περιγράφει τις προσωπικότητες, τα κίνητρα, τις διαψεύσεις ελπίδων, τα σχέδια, τις καθυστερήσεις, τα λάθη, τις τυχερές ή άτυχες συγκυρίες, και την τελική επιτυχία της επιχειρήσεως. Είναι ιδιαιτέρως πολύτιμο το ότι συνέκρινε και εξέτασε σχολαστικά όλες τις δημοσιευθείσες αναμνήσεις των πρωταγωνιστών, αποκαλύπτοντας τα κοινά τους κύρια σημεία ορθότητος και απορρίπτοντας μόνο οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηρισθεί σα μύθος. Όλα αυτά έγιναν με θαυμαστή αμεροληψία και με συναρπαστική συναίσθηση των αξέχαστων συγκινήσεων της εποχής, ασχέτως αν γράφει για το δικό του ρόλο ή για εκείνον των άλλων. Αυτό το ιστορικό της Επιχειρήσεως Χάρλινγκ πλησιάζει ίσως τόσο πολύ στην ολοκλήρωση και τελειοποίηση όσο όποιο άλλο ενδεχομένως ιδούμε που θα απέβλεπε στον ίδιο στόχο.
(από την εισαγωγή του C. M. Woodhouse)